Η Δολοφονία της Λιούμπα στον Χολαργό
Η 42χρονη Βαλεντίνα, είχε έρθει στην Αθήνα από Τασκένδη, σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, όχι τόσο για την ίδια, αλλά για τα παιδιά της.
Πέρασε δύσκολα χρόνια καθώς είχε βγει από έναν διαλυμένο γάμο, από τον οποίο, αν εξαιρέσει κανείς τα παιδιά, τίποτε καλό δεν είδε. Είχε σπουδάσει χημικός μηχανικός, κάτι που δεν την ωφέλησε. Μία γυναίκα μόνη, ξένη, που δεν ήξερε την γλώσσα… ποιος θα την προσλάμβανε..
Ο μισθός που της προσφέρθηκε έναντι του πτυχίου της ήταν πολύ χαμηλός. Δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας, και αναγκάστηκε να κάνει περιστασιακές δουλειές και τελικά κατέληξε να ασχοληθεί με τη μοδιστρική, για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειας της.
Στην πορεία γνώρισε τον Αλέξανδρο, με τον οποίο παντρεύτηκε, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της. Η ζωή με τον Αλέξανδρο ήταν αρχικά καλή, όμως μετά από έναν χρόνο, αποδείχτηκε ότι ήταν άνθρωποι εντελώς διαφορετικής νοοτροπίας. Ζητούσαν διαφορετικά πράγματα από την ζωή.
Η Βαλεντίνα ήταν μια νοικοκυρεμένη γυναίκα που πάσχιζε να προσπαθεί να προσφέρει τα πάντα στην οικογένεια της. Εκείνος ζωγράφος στο επάγγελμα, που ήθελε «τον χώρο του» να μπορεί να ζωγραφίζει.
Τα προβλήματα της καθημερινής επιβίωσης, η ανέχεια, είχαν ως αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι σχέσεις τους σε σημείο που χρειάστηκε να επέμβει δύο-τρείς φορές η Αστυνομία και τελικά κατέληξαν στον χωρισμό.
Αυτό επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την ήδη ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση της Βαλεντίνα, η πέρα από την διαχείριση των προσωπικών της προβλημάτων, έπρεπε να διαχειριστεί και προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην σχέση της με την 15χρονη έφηβη κόρη της. Μερικές φορές οι τσακωμοί τους ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά. Τουλάχιστον έτσι βίωνε την σχέση της με την έφηβη Λιούμπα, ένα απύθμενο κενό χώριζε την 15χρονη και τη μητέρα της.
Το τελευταίο διάστημα, η Βαλεντίνα ήταν περισσότερο από ποτέ σιωπηλή, νιώθοντας μόνη και δυστυχισμένη.
Η Λιούμπα
Η Λιούμπα ήταν ένα έφηβο κορίτσι 15χρονών γεμάτο ζωντάνια και όνειρα για το μέλλον, που ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο όπως κάθε έφηβο παιδί. Είχε έναν δικό της αέρα άνεσης και κοινωνικότητας, όμως όσο ανοιχτή και πρόσχαρη ήταν με τον περιβάλλοντα κόσμο, τόσο κλειστή και εσωστρεφής ήταν σε ότι αφορούσε τα οικογενειακά της.
Πήρε δύο φορές αποβολή από το Γ’ Γυμνάσιο Χολαργού, για λόγους που φαντάζουν οξύμωροι. Την πρώτη γιατί είχε «καρφιά» τα μαλλιά της, και τη δεύτερη γιατί τσακώθηκε με έναν καθηγητή. Από το δημόσιο Γυμνάσιο μεταγράφτηκε σε ιδιωτικό της περιοχής, στο «Αριστοτέλειο», όμως ούτε εκεί ρίζωσε.
«Προβλήματα προσαρμογής», τουλάχιστον έτσι το χαρακτήρισαν οι «υπεύθυνοι». Όμως πώς μπορεί να κρίνει κάποιος την «προσαρμογή» ενός εφήβου, δίχως να γνωρίζει τις λεπτομέρειες της διαβίωσης του, το οικογενειακό του περιβάλλον; Τελικά το «απροσάρμοστο» έφηβο κορίτσι σταμάτησε από το σχολείο.
Τον τελευταίο καιρό άρχισε να βγαίνει όλο και περισσότερο και να επιστρέφει αργά, όμως η αλήθεια ήταν πώς δεν άντεχε να μένει στο σπίτι εξαιτίας των προβλημάτων με την μητέρα της. Κάποιες φορές που την περίμεναν οι φίλες τις κάτω από το σπίτι της για να βγούνε βόλτα, ανέβαινε γελαστή και κατέβαινε κλαμένη. «Πάλι τα ίδια…πρέπει να φύγω από το σπίτι».. έλεγε.
Αγαπούσε τη μητέρα της, περισσότερο όμως τον πατέρα της, γιατί καταλάβαινε τις δυσκολίες της, και θύμωνε, πληγωνόταν, κάθε φορά που η μητέρα της τον έβριζε… Μάλωναν διαρκώς και το μόνο αντιστάθμισμα που είχε, ήταν η αγάπη του ετεροθαλούς αδελφού της.
Ο «κακός δρόμος»
Την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 1998 λίγο πριν αποχωριστεί η Λιούμπα τις φίλες τις, κανόνισαν να συναντηθούν την Κυριακή το βράδυ, στο συνηθισμένο στέκι τους . «Αν συμβεί κάτι και δεν έρθω, θα τηλεφωνήσω τη Δευτέρα, να βρεθούμε, να τα πούμε».
Εκείνο το βράδυ η Λιούμπα άργησε πάλι να επιστρέψει στο σπίτι και ακολούθησε για μία ακόμη φορά ένας έντονος καυγάς. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι στον ταραγμένο ψυχικό κόσμο της μητέρας της. Οργισμένη από τα «καμώματα» της «ατίθασης» κόρης ξέσπασε δημιουργώντας έναν έντονο καυγά.
Η Λιούμπα θέλοντας να αποφύγει την μετωπική σύγκρουση μαζί της, έφυγε στο δωμάτιο της και έπεσε για ύπνο.
Μία λεπτή γραμμή…
Η Βαλεντίνα ένιωθε απελπισμένη. Έραβε νύχτα-μέρα για να μπορεί να τους προσφέρει τα στοιχειώδη, αφού εκείνα που ονειρευόταν δεν ήταν δυνατόν να τους τα παράσχει. Έπρεπε να είναι μάνα και πατέρας ταυτόχρονα, παλεύοντας μόνη. Τόσες ώρες ατελείωτες ξόδεψε να την συμβουλεύει να γίνει σωστός άνθρωπος και αυτή είχε μπλέξει με κακές παρέες, γι’ αυτό αργούσε τα βράδια..
Έτρεφε τόσα όνειρα για την Λιούμπα, και τώρα αυτό…η διάψευση.. Απογοητευμένη όπως ήταν, έβλεπε μόνο μια διέξοδο. Τον θάνατο… Ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της, όμως πώς θα επιβίωναν σ’ αυτόν τον κόσμο μόνα τους; Όχι δεν μπορούσε να τα αφήσει να υποφέρουν…
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και κοίταξε την κόρη της που κοιμόταν βαθιά. Δεν είχε βγάλει ούτε τα ρούχα της. Πήρε ένα μαντίλι που βρισκόταν στην πλάτη της καρέκλας. Το πέρασε απαλά γύρω από το λαιμό της Λιούμπα προσπαθώντας να μην την ξυπνήσει και το έσφιξε δυνατά…με όλη την δύναμη της. Η Λιούμπα, δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει.. σε δύο λεπτά, είχαν όλα τελειώσει.
Τοποθέτησε ανάσκελα το άψυχο σώμα του κοριτσιού στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι σταυρώνοντας τα χέρια του, έβαλε ένα μαξιλάρι για προσκέφαλο, την σκέπασε σαν να κοιμόταν και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του γιου της.
Ο Σεργκέι κοιμόταν χωρίς να αντιληφθεί ότι κάποιος βρισκόταν από πάνω του με απειλητικές διαθέσεις. Τα χτυπήματα που δέχτηκε στο κεφάλι, όμως τον ξύπνησαν, πριν αποβούν μοιραία. Ο νεαρός αντέδρασε και κατόρθωσε να… αφοπλίσει τη μητέρα του.
Η Βαλεντίνα βλέποντας ότι το σχέδιο της είχε μείνει ημιτελές απευθυνόμενη στον μισολιπόθυμο Σεργκέϊ του είπε «Φεύγω τελείωσαν όλα».
Φρίκη
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1998 το πρωί, η Βαλεντίνα πήρε τηλέφωνο τον εν διαστάσει σύζυγό της, Αλέξανδρο ο οποίος εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής στο δήμο Χολαργού. «Σκότωσα το παιδί μας», του είπε. «Θα το βρεις στο δωμάτιό του, ανάμεσα στο κρεβάτι και στον τοίχο. Εμένα να μη με ψάξεις, θα περάσω μια θηλιά στον λαιμό μου και θα δώσω τέλος στη ζωή μου».
Ο Αλέξανδρος αδυνατώντας να πιστέψει αυτά που του είπε στο τηλέφωνο η πρώην σύζυγος του, έτρεξε στο Αστυνομικό Τμήμα Χολαργού και τους ενημέρωσε για τον διάλογο. Μαζί με αστυνομικούς πήγαν στο διαμέρισμα, στην οδό Βουτσινά 69 και χτύπησαν το κουδούνι.
Τους άνοιξε ο Σεργκέι. Όταν είδε τους αστυνομικούς, τους ρώτησε τι συμβαίνει. Το μόνο που θυμόταν, ήταν ότι η μητέρα του τον χτύπησε μέσα στον ύπνο του και έφυγε αναστατωμένη από το σπίτι.
Οι αστυνομικοί με τον πατέρα της 15χρονης μπήκαν μέσα στο διαμέρισμα και προχώρησαν στο υπνοδωμάτιο. Όταν άνοιξαν την πόρτα δεν φαινόταν τίποτα. Έκαναν λίγα βήματα και αντίκρισαν την 15χρονη Λιούμπα νεκρή, δίπλα στο κρεβάτι της, με τα χέρια σταυρωμένα, σκεπασμένη.
Ο ιατροδικαστής που κλήθηκε επιβεβαίωσε ότι ο θάνατος του παιδιού προήλθε από στραγγαλισμό, αρκετές ώρες πριν τηλεφωνήσει η δράστης στον πρώην σύζυγό της..
Η σύλληψη
Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να φωτίσουν τις τραγικές πτυχές του οικογενειακού δράματος του οποίου έγιναν μάρτυρες, και να εξηγήσουν τους λόγους που διέρρηξαν την σχέση ανάμεσα σε μάνα και κόρη, γκρέμισαν κάθε γέφυρα επικοινωνίας και οδήγησαν στον στραγγαλισμό της 15χρονης κοπέλας.
Η Βαλεντίνα αφού περιπλανήθηκε στους δρόμους, έφτασε σε ερημική τοποθεσία του Γραμματικού, αλλά εκεί το μετάνιωσε, πέταξε το μαντίλι στη θάλασσα. Επέστρεψε πίσω και παρουσιάστηκε μόνη της στο Αστυνομικό Τμήμα Χολαργού ομολογώντας την πράξη της.
Στους αστυνομικούς είπε, μεταξύ άλλων, ότι είχε προστριβές με την κόρη της, επειδή δεν πήγαινε στο σχολείο, ενώ, όταν έβγαινε τα βράδια, αργούσε να γυρίσει σπίτι.
Στον εισαγγελέα
Στις 15 Δεκεμβρίου 1998 η 42χρονη Βαλεντίνα , χωρίς την παρουσία δικηγόρου η κάποιου δικού της ανθρώπου, οδηγήθηκε στα δικαστήρια. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπη με τηλεοπτικές κάμερες και φωτογράφους που σαν όρνεα περίμεναν να απαθανατίσουν την «Ρωσίδα Μήδεια», και να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για να ικανοποιήσουν το «αδηφάγο» κοινό, «κρεμώντας στα μανταλάκια» όλες τις λεπτομέρειές της ζωής της.
Όταν ρωτήθηκε κάτω από ποιες συνθήκες έφτασε στο σημείο να σκοτώσει την κόρη της, εκείνη χαμένη στον δικό της κόσμο, παρέμεινε σιωπηλή, χωρίς καμία αντίδραση.
Πέρασε το κατώφλι του γραφείου και κάθισε σιωπηλή στην καρέκλα, ακριβώς απέναντι απ’ τον εισαγγελέα. Όση ώρα η κατηγορούμενη άκουγε το «κατηγορώ» του εισαγγελικού λειτουργού, δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη. Τι λόγια θα μπορούσε, άραγε, να βρει για να υπερασπίσει τον εαυτό της; Αφαίρεσε τη ζωή της κόρης της και προσπάθησε να αφαιρέσει τη ζωή του πρωτότοκου γιου της.
Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών της Αθήνας αφού μελέτησε την προανακριτική δικογραφία απήγγειλε εις βάρος της 42χρονης μητέρας τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά της 15χρονης Λιούμπα, και την απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον του γιού της Σεργκέϊ, παραπέμποντας την στην 7η Τακτική Ανακρίτρια για να απολογηθεί
Στον ανακριτή
Επί δύο ώρες η Βαλεντίνα ξετύλιγε απολογούμενη το κουβάρι της δικής της ιστορίας. Προσπάθησε να εξηγήσει πώς έφτασε να γίνει δολοφόνος του ίδιου της του παιδιού. Να εξηγήσει τι ήταν αυτό που την ώθησε στη μεγάλη απόφαση να δώσει τέλος και στη ζωή του γιου της, που τελικά γλίτωσε από τα χέρια της μητέρας του.
Η Βαλεντίνα δεν άντεχε άλλο να βλέπει τη ζωή της να χάνεται, τα όνειρά της να γκρεμίζονται και οι προσδοκίες της να μένουν ανεκπλήρωτες. Θεωρούσε συνυπεύθυνα και τα παιδιά της. Και όταν πια ένιωσε πως ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να αφαιρέσει τη ζωή των παιδιών της και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει. Να δώσει τέλος και να λυτρωθούν όλοι. Τουλάχιστον αυτό πίστευε…
«Ήταν ατίθασο παιδί η Λιούμπα. Όλο προβλήματα προκαλούσε. Δεν με άκουγε και εγώ δεν άντεχα άλλο. Είχε πάρει τον κακό δρόμο. Αργούσε να επιστρέψει τα βράδια στο σπίτι και εγώ δεν μπορούσα να την τραβήξω από τις κακές παρέες. Δεν μπορούσα να υποφέρω άλλο. Έπρεπε να φύγουμε όλοι από τη ζωή…», έλεγε διαρκώς.
Όταν βγήκε από το γραφείο του Ανακριτή για να επιβιβαστεί στην κλούβα που θα την μετέφερε στον Κορυδαλλό για να προφυλακιστεί, αντίκρυσε τον πρώην σύζυγο και τον γιό της που ήρθαν να σταθούν δίπλα της, να την χαιρετίσουν.
Η Δίκη
Στις 6 Δεκεμβρίου 1999 η 43χρονη Βαλεντίνα μπήκε στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών και κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου αντιμέτωπη με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση της 17χρονης Λιούμπας και απόπειρα ανθρωποκτονίας του γιου της Σεργκέϊ.
Οι δικαστές του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, αλλά και οι παρόντες μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου μόλις είδαν την Βαλεντίνα να μπαίνει στην αίθουσα και να κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου αντελήφθησαν ότι είχαν απέναντι τους μία γυναίκα χαμένη στον δικό της κόσμο, ένα ράκος.
Όλοι οι μάρτυρες που κατέθεσαν, ο εν διαστάσει σύζυγός της Αλέξανδρος, αλλά και γειτόνισσές της είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για τη Βαλεντίνα, η οποία πάσχιζε να εξασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά της τα οποία αγαπούσε υπερβολικά.
Η απολογία
Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, η Βαλεντίνα στάθηκε για αρκετή ώρα βουβή και δακρυσμένη μπροστά στην πρόεδρο, η οποία μέσα από πολλές ερωτήσεις προσπάθησε να σχηματίσει το παζλ της τραγικής υπόθεσης. «Δεν μπορώ», μονολογούσε η Βαλεντίνα , μέσα σε αναφιλητά, όταν τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε για την εγκληματική της πράξη.
Πρόεδρος: Γιατί το κάνατε; Τι νιώθατε την ώρα εκείνη;
Κατηγορουμένη: Δεν μπορούσα να αφήσω τα παιδιά μου να ζήσουν έτσι. Έπρεπε να φύγουμε όλοι μαζί από τη ζωή.
Πρόεδρος: Την αγαπούσατε τη Λιούμπα;
Κατηγορουμένη: Την αγαπάω ακόμη. Στην αρχή ήθελα να αυτοκτονήσω, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω πίσω τα παιδιά μου.
Εισαγγελέας: Θεωρείτε ότι καλά κάνατε;
Κατηγορουμένη: Όχι.
Το έλεγε και το πίστευε.
Η απόφαση
Η Εισαγγελέας στην αγόρευση της, χαρακτήρισε την κατηγορούμενη μητέρα «έντιμη και ηθική», γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί τη συμπεριφορά της κόρης της. Κι εκείνη με τη σειρά της φαίνεται πως δεν μπορούσε να ξεπεράσει το χωρισμό των γονιών της, γι’ αυτό και αντιδρούσε με υπερβολικό, μερικές φορές, τρόπο.
«Η γυναίκα αυτή έπασχε από ψυχωσική κατάθλιψη τόνισε η εισαγγελέας με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να αλλάξει η συμπεριφορά της. Δεν άλλαξε και η αγάπη της για τα παιδιά της». Μπορεί να φαίνεται οξύμωρο, αλλά στη δική της αρρωστημένη ψυχή η αγάπη ισοδυναμούσε με το τέλος. Το τέλος ήρθε για τη Λιούμπα. Η δική της απώλεια ένωσε τη διαλυμένη οικογένεια, που συμπαρίσταται στη Βαλεντίνα.
Το δικαστήριο έκρινε την 43χρονη Βαλεντίνα ομόφωνα ένοχη, αναγνωρίζοντας πώς πρόκειται για άτομο μειωμένου καταλογισμού και της επέβαλε την ποινή κάθειρξης 14 ετών την οποία θα έκτιε στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού.
Η Βαλεντίνα η οποία δεν σταμάτησε να κλαίει σε όλη την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, δεν αντέδρασε στο άκουσμα της τιμωρίας για το έγκλημά της. Μόνο όταν ο γιος της την πλησίαζε και της κρατούσε το χέρι έδειχνε για λίγο να ηρεμεί.
Εφετείο
Στις 20 Ιανουαρίου 2001 η Βαλεντίνα βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με τους δικαστές, αυτή τη φορά του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί σε δεύτερο βαθμό, ελπίζοντας σε μία ευνοϊκότερη ποινή.
Το δικαστήριο έκρινε την 45χρονη Βαλεντίνα ένοχη για την εκ προθέσεως ανθρωποκτονία της 14χρονης κόρης της Λιούμπα και κατά πλειοψηφία για την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του 23χρονου τότε γιου της Σεργκέι και της επέβαλε την ποινή κάθειρξης έντεκα ετών.
Δύο μέλη του δικαστηρίου είχαν την άποψη ότι στην περίπτωση του γιου της έπρεπε να κριθεί ένοχη για σωματική βλάβη και όχι για απόπειρα ανθρωποκτονίας, όπως αποφάσισε κατά πλειοψηφία το δικαστήριο.
Στην Βαλεντίνα αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού, καθώς αντιμετώπιζε ψυχικά προβλήματα, και για το λόγο αυτό το δικαστήριο δέχθηκε την έκτιση της ποινής της στο ψυχιατρικό κατάστημα των φυλακών Κορυδαλλού. Παρόντες στη δικαστική αίθουσα κατά την έκδοση της απόφασης ήταν για μία ακόμη φορά ο γιος της Σεργκέι και ο εν διαστάσει σύζυγός της…
Πηγή: Τα Νέα , Astynomiko.gr , Τύπος εποχής