Γιώργος Σκιαδόπουλος: Η Αγάπη που έγινε…κομμάτια
Πολλοί λένε ότι ο έρωτας τυφλώνει. Αν όμως βρεθεί στο δρόμο σου ο ακατάλληλος άνθρωπος…σε σκοτώνει
Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, παθιασμένος που ισοπέδωσε το πάντα, Παθιασμένος, σαρωτικός, ανερμήνευτος. Τόσο σφοδρός που στο πέρασμα του παρέσυρε στη δίνη του τις ζωές των πρωταγωνιστών και τις συνέτριψε.
Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος γεννήθηκε στην Καβάλα. Το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, σημαδεύτηκε από εντάσεις που δημιουργούσαν οι συχνοί καυγάδες των γονιών του, οι οποίοι τελικά κατέληξαν σε διαζύγιο πριν ο Γιώργος ενηλικιωθεί. Αποφοίτησε από το Ναυτικό Λύκειο της Πάτρας και συνέχισε τις σπουδές του στην Ανώτερη Δημόσια Σχολή του Εμπορικού Ναυτικού στη Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης.
Στην ηλικία των 22 ετών ολοκλήρωσε τις σπουδές του, και έπιασε δουλειά στο κρουαζιερόπλοιο GALAXY πλοιοκτησίας Χανδρή ως τρίτος μηχανικός. Το μέλλον του προβλεπόταν λαμπρό, αν στο πρώτο του μόλις ταξίδι δεν είχε γνωρίσει την Julie Marie Scully.
Η Julie Marie Scully
Η 29χρονη Αμερικανίδα ήταν μια εξωτική καλλονή που στις φλέβες της έτρεχε ινδιάνικο αίμα και καταγόταν από το New Jersey. Λόγο της εντυπωσιακής της εμφάνισης, εργαζόταν ως μοντέλο, μέχρι που γνώρισε τον Tim Nist, έναν αρχιτέκτονα εξωτερικών χώρων τον οποίο παντρεύτηκε και διέκοψε την καριέρα της.
Εξάλλου η οικονομική επιφάνεια του Tom, τις επέτρεπε να ζει μία πολυτελέστατη και άνετη ζωή. Ο γάμος τους μετρούσε ήδη επτά χρόνια και είχαν μία κορούλα ενός έτους. Το ζευγάρι ήθελε να μείνει για λίγο μόνο του, μακριά από την τριβή της καθημερινότητας, για να ανανεώσει την σχέση του, και αποφάσισε να πραγματοποιήσει μία κρουαζιέρα στην Καραϊβική. Σίγουρα δεν περνούσε καν από την φαντασία του ζευγαριού, ότι αυτή η κρουαζιέρα, θα τους διέλυε και θα τους σημάδευε για πάντα.
Η μοιραία γνωριμία
Ο Σκιαδόπουλος που εργαζόταν ως τρίτος μηχανικός στο κρουαζιερόπλοιο Galaxy, γνωρίστηκε τυχαία με το ζευγάρι, κατά την διάρκεια της κρουαζιέρας. Ήταν ιδιαίτερα εξυπηρετικός παρ’ ότι τα αγγλικά του ήταν ελάχιστα και σε όλο το διάστημα της κρουαζιέρας έκαναν παρέα. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πώς το ενδιαφέρον του Γιώργου εστιαζόταν στην πανέμορφη Julie την οποία συνεχώς τριγύριζε και φλέρταρε, παρ’ όλο που διατηρούσε σχέση με μια Ολλανδή, μέλος του πληρώματος.
Η γοητεία της Julie τον τραβούσε σαν μαγνήτης και όταν κατάλαβε πως κι εκείνος δεν της ήταν αδιάφορος, άρχισε να την πολιορκεί με πάθος, χωρίς να λογαριάσει τις συνέπειες . Η Julie από την μεριά της, ίσως λόγο της ρουτίνας που ενδέχεται να ένιωθε στον γάμο της, ίσως λόγο μοναδικότητας που ένιωθε από το ενδιαφέρον του Γιώργου, δεν άργησε να ανταποκριθεί.
Μετά το τέλος της κρουαζιέρας η Julie με τον Tim επέστρεψαν στο New Jersey, στην ρουτίνα τους, όμως η Julie έσπαγε την ρουτίνα της καθημερινότητας της επικοινωνώντας με τον Γιώργο. Σε ένα επόμενο ταξίδι του Γιώργου, όταν το πλοίο έπιασε λιμάνι στο Puerto Rico, η Julie ταξίδεψέ ως εκεί, μόνο και μόνο για να περάσει μερικές ώρες μαζί του. Όπως ήταν αναμενόμενο, και φυσικό επακόλουθο των πράξεων της Julie, ήταν η διαδικασία διαζυγίου που είχε ήδη δρομολογήσει ο Tim.
Στον αστερισμό της ευτυχίας
Η Julie ενώ ήδη βρίσκεται σε διάσταση με τον Tim, ταξιδεύει για δυο εβδομάδες με τον Σκιαδόπουλο στο κρουαζιερόπλοιο, όπου ο ίδιος την συστήνει ως αρραβωνιαστικιά του στους συναδέλφους του. Το ζευγάρι πλέει σε πελάγη ευτυχίας κι όλα δείχνουν να έχουν πάρει τον δρόμο τους για να ζήσουν μαζί. Το σχέδιο ήταν να ζήσουν στην Ελλάδα, μόλις ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες της έκδοσης του διαζυγίου της Julie. Η οικογένεια της Julie η οποία όταν πληροφορήθηκε την σχέση της με τον Γιώργο, την οποία δεν ενέκρινε, μάταια προσπαθούσε να την αποτρέψει.
Το ταξίδι στο New Jersey
Τέλη Αυγούστου του 1998 ο Γιώργος υπέβαλλε την παραίτηση του από την δουλειά του και ξεμπάρκαρε από το καράβι. Σύμφωνα με τα σχέδια που κάνανε για το μέλλον, το ζευγάρι σκόπευε να περάσει ένα-δυο μήνες στο σπίτι της Julie στο New Jersey ώστε να γνωρίσει ο Γιώργος την οικογένεια της αγαπημένης του και στη συνέχεια να έρθουν στην Ελλάδα, όπου και θα γινόταν ο γάμος τους. Ο Γιώργος θα εργαζόταν ως ταξιτζής για να είναι μαζί με την Julie και θα έμεναν στην Καβάλα. Όλα έμοιαζαν τέλεια και ρόδινα.
Στο New Jersey το ζευγάρι έμεινε περίπου ενάμιση μήνα με την μητέρα της Julie, Julia, και την μικρή Katie, την πλήρη κηδεμονία της οποίας ζητούσε ο πρώην άντρας της Tim. Οι σχέσεις του Σκιαδόπουλου με τη μέλλουσα πεθερά, κάθε άλλο παρά αρμονικές ήταν.
Η γυναίκα τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη διάλυση του γάμου της κόρης της και η διαφορά στην ηλικία τους την έκανε να τον βλέπει ως ζιγκολό που εποφθαλμιούσε την περιουσία της Julie, η οποία θα αυξανόταν μετά το διαζύγιο. Τα χρήματα που θα έπαιρνε από τον Tim, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, έφταναν στο ύψος των 600.000 δολαρίων.
Η μέλλουσα πεθερά όμως τις σκέψεις της δεν τις κρατούσε για τον εαυτό της, τις εξέφραζε ανοιχτά, με αποτέλεσμα στις 28 του Σεπτέμβρη να ξεσπάσει ένας μεγάλος καυγάς μεταξύ εκείνης και του Σκιαδόπουλου, κατά την διάρκεια του οποίου τον κατηγόρησε ευθέως ως προικοθήρα. Μετά από αυτήν την σύγκρουση με την μητέρα της Julie, ο Σκιαδόπουλος άφησε το New Jersey για την Ελλάδα. Αρχές του Οκτώβρη, και λίγες μέρες αργότερα τον ακολούθησε και η Julie προκειμένου να γνωρίσει την μητέρα του και τους υπόλοιπους συγγενείς.
Πίσω στην Πατρίδα
Το διαζύγιό της Julie εκδόθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1998. Στις 25 Οκτωβρίου κατέβηκαν στην Αθήνα για να ολοκληρώσουν τις προετοιμασίες του γάμου και παράλληλα να γνωρίσει ο Σκιαδόπουλος την μέλλουσα γυναίκα του στον πατέρα του.
Αρχές Νοέμβρη η Julie επέστρεψε στην Αμερική για να υπογράψει την παραχώρηση της πλήρους κηδεμονίας της Katie στον Tim, κόβοντας με αυτό τον τρόπο, κάθε δεσμό που είχε με την προηγούμενη ζωή της. Επιστρέφοντας στην Καβάλα είχε μαζί της 150.000 δολάρια, δηλαδή την πρώτη δόση από τον διακανονισμό που είχε κάνει με τον πρώην σύζυγο της. Όμως, λίγες μόνο ημέρες μετά την άφιξη της στην Ελλάδα, η ψυχολογία της Τζούλι άλλαξε.
Η σκέψη πως δεν θα είχε λόγο στην ανατροφή του παιδιού της άρχισε να τη βασανίζει και δεν άργησε να μετανιώσει που παραχώρησε την κηδεμονία της μικρής. Για πρώτη φορά σκέφτηκε πως ίσως ήταν λάθος η απόφαση της να έρθει στην Ελλάδα και να ζήσει με τον Σκιαδόπουλο, μακριά από τους δικούς της και κυρίως από τη μικρή της κόρη. Οι αμφιβολίες που άρχισαν να την βασανίζουν, δημιούργησαν εντάσεις μεταξύ του ζευγαριού με αποτέλεσμα οι καυγάδες να γίνουν καθημερινό φαινόμενο.
Η Julie ήταν καθολική στο θρήσκευμα και το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εύλογες καθυστερήσεις στον θρησκευτικό γάμο της. Ο Σκιαδόπουλος νιώθοντας τον κίνδυνο πως μπορεί να χάσει τη Julie, άρχισε να την πιέζει ακόμη περισσότερο να προχωρήσουν άμεσα σε πολιτικό γάμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κατάσταση και οι διαπληκτισμοί ανάμεσα στο ζευγάρι να είναι ακόμη πιο συχνοί.
Σε όλα αυτά προστέθηκε ένα ακόμη πρόβλημα. Πλησίαζε ο καιρός που ο Σκιαδόπουλος έπρεπε να υπηρετήσει τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό και αυτό ενίσχυσε τον φόβο του ότι η Julie θα τον εγκατέλειπε. Ο φόβος έγινε μέσα στο μυαλό του βεβαιότητα, όταν η Julie του είπε ότι σκόπευε να φύγει για λίγες ημέρες να πάει να δει την κόρη της…
Η αγάπη…κομμάτια
Την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου του 1999 το ζευγάρι νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και ξεκίνησε από την Καβάλα με προορισμό την Αθήνα, το σπίτι του πατέρα του Γιώργου, προκειμένου να παραλάβουν κάποια πράγματα της Julie που είχαν έρθει από την Αμερική. Στη διαδρομή ξεσπά ένας ακόμη καυγάς καθώς και η Julie του λέει πως δεν αισθάνεται έτοιμη για γάμο. Θέλει να επιστρέψει στην Αμερική, να είναι κοντά στο παιδί της, και του ζητά να την ακολουθήσει και να ζήσουν εκεί.
Εκείνος γνωρίζει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, καθώς υπήρχε η εκκρεμότητα με την στρατιωτική του θητεία. Καταλαβαίνει πως η Julie θα φύγει και θα την χάσει για πάντα. Κοντά στο 132ο χλμ της εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, ο Σκιαδόπουλος κάνει παράκαμψη, μπαίνει σ’ έναν χωματόδρομο και σταματά το αυτοκίνητο.
Η Julie διαισθανόμενη τον κίνδυνο άρχισε να φωνάζει. Ο Σκιαδόπουλος πανικόβλητος, εκτινάσσει τα χέρια του πιάνοντας τον λαιμό της Julie, και άρχισε να τον σφίγγει με όλη την δύναμη που διέθετε, μέχρι που η γυναίκα έπαψε να αντιδρά. Σε λίγα λεπτά όλα έχουν τελειώσει, η Julie είναι νεκρή, καθισμένη δίπλα του στο αυτοκίνητο. Μόλις συνειδητοποίησε την πράξη του, αποφάσισε να ξεφορτωθεί το πτώμα.
Βάζει το πτώμα της γυναίκας στο πορτμπαγκάζ και πηγαίνει σε ένα βενζινάδικο στην Πέραμο όπου αγοράζει ένα μπιτόνι με τέσσερα λίτρα βενζίνη. Επιστρέφει στο σημείο όπου είχε δολοφονήσει την Julie και εκεί κοντά ανακαλύπτει δυο μικρές λίμνες. Σκέφτεται πώς ίσως είναι το πιο κατάλληλο σημείο για να εξαφανίσει το πτώμα της. Το βγάζει από το αυτοκίνητο, το εναποθέτει στην όχθη της μιας λίμνης, το περιλούζει με βενζίνη και του βάζει φωτιά. Γρήγορα όμως θα διαπιστώσει, όπως και οι περισσότεροι δολοφόνοι κατά καιρούς, ότι το ανθρώπινο σώμα δεν είναι τόσο εύκολο να καεί.
Η φωτιά σβήνει και το σώμα της Julie, πέρα από την επιφανειακή ζημιά, παραμένει ανέπαφο. Το ξαναβάζει στο αυτοκίνητο και κατευθύνεται στο σπίτι της γιαγιάς του που έμενε εκεί κοντά από όπου πήρε μια μεγάλη μαύρη βαλίτσα, θεωρώντας ότι θα χωρέσει το πτώμα της γυναίκας. Επιστρέφει στις όχθες της λίμνης, τοποθετεί το σώμα της Julie στην βαλίτσα, όμως διαπιστώνει πως το κεφάλι περισσεύει.
Ξαναφορτώνει τα πάντα στο αυτοκίνητο και επιστρέφει στο σπίτι της γιαγιάς του, για να πάρει ένα σιδεροπρίονο. Επιστρέφει και πάλι στην λίμνη. Κόβει το κεφάλι της Julie και επιχειρεί ξανά να κάψει το σώμα της, ανεπιτυχώς για δεύτερη φορά. Στριμώχνει το πτώμα στην βαλίτσα και το πετά στη λίμνη, παρακολουθώντας το να βυθίζεται στα θολά της νερά. Στη συνέχεια βάζει το μπιτόνι, το σιδεροπρίονο και το κεφάλι της Julie στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, και φεύγει έχοντας προορισμό την Καβάλα. Στα μισά της διαδρομής ξεφορτώθηκε το μπιτόνι και το σιδεροπρίονο, ενώ το κεφάλι το πέταξε κοντά στα βράχια της παραλίας Καλαμίτσα.
Αναζητώντας την Julie
Ο Σκιαδόπουλος συνέχισε το ταξίδι του στην Αθήνα όπως είχε προγραμματιστεί. Στάθμευσε το αυτοκίνητο του κοντά στην Ομόνοια και ξεκίνησε να παίρνει σβάρνα τα καταστήματα προσποιούμενος τον αναστατωμένο. Ρωτούσε τους σερβιτόρους και υπαλλήλους καταστημάτων δείχνοντάς τους φωτογραφία της Julie αν την είδαν, λέγοντας ότι χάθηκε ενώ πήγε να αγοράσει φαγητό, όμως φυσικά κανείς τους δεν την έχει δει. Τηλεφώνησε στην Καβάλα σε φίλους και γνωστούς ρωτώντας τους αν είχε επικοινωνήσει μαζί τους η Julie, λέγοντας πώς την είχε χάσει στην Αθήνα.
Μετά τα μεσάνυχτα συνάντησε τον πατέρα του και την έψαχναν μαζί. Στις 2.30’ το πρωί της Δευτέρας κατευθύνθηκε στο Α.Τ Ομονοίας και δήλωσε την εξαφάνισή της Julie. Ισχυρίστηκε ότι έφτασαν μαζί στην Αθήνα την Κυριακή στις 10 Ιανουαρίου και κατευθύνθηκαν στην Πλατεία Κάνιγγος, όπου πάρκαραν. Σταμάτησαν σε ένα μαγαζί για να αγοράσει η Julie φαγητό, και αυτός για να τηλεφωνήσει. «Μέχρι να τηλεφωνήσω από τον θάλαμο, είχε εξαφανιστεί από το fast food όπου την άφησα στην πλατεία Κάνιγγος», είπε στον αξιωματικό υπηρεσίας.
Οι μέρες περνούν χωρίς ίχνος της Julie. O Σκιαδόπουλος προσποιείται ότι ανησυχεί πολύ, ψάχνει παντού για να την βρει. Xωρίς να διαστάσει, απευθύνθηκε στις τηλεοπτικές εκπομπές αναζητήσεων των δημοσιογράφων Κώστα Χαρδαβέλλα και της Αγγελικής Νικολούλη ζητώντας να τον βοηθήσουν να τη βρει. «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με να βρω τη γυναίκα μου. Ήρθαμε στην Αθήνα και εξαφανίστηκε» έλεγε με φωνή γεμάτη αγωνία καθηλώνοντας τους τηλεθεατές. Για 18 μέρες το δράμα του είχε συγκλονίσει τους πάντες.
Η σχεδόν πάντες, καθώς το σενάριο του Σκιαδόπουλου κάπου έμπαζε νερά και δεν έπειθε τους έμπειρους άντρες της Ασφάλειας που είχαν αναλάβει την υπόθεση της εξαφάνισης, οι οποίοι τον έθεσαν υπό στενή παρακολούθηση.
Η Ομολογία
Οι αξιωματικοί της Ασφάλειας δεν άργησαν να καταλάβουν ότι κάτι τρέχει και κάλεσαν τον Σκιαδόπουλο για «κατάθεση», όμως στην πραγματικότητα ήταν ανάκριση, η οποία κράτησε όλη νύχτα. Ο Σκιαδόπουλος μετά από πολύωρη ανάκριση άρχισε να πέφτει σε κραυγαλέες αντιφάσεις, ακόμα και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις.
Το επόμενο πρωί, δεκαεννέα ημέρες μετά τη δολοφονία, ο Γιώργος Σκιαδόπουλος ομολόγησε πως δολοφόνησε την αγαπημένη του. «Ναι, την σκότωσα γιατί δεν άντεχα να την αποχωριστώ ούτε για μία ώρα», είπε στους αστυνομικούς.
Άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες τη μακάβρια προσπάθειά του να την εξαφανίσει. «Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όταν μου είπε πως θα χωρίζαμε, λίγες ημέρες πριν παντρευτούμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Είχα χτίσει το όνειρο της ζωής μου γύρω από τη Julie και έβλεπα ότι καταρρίπτεται».
«Κατεβαίνοντας στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου, τσακωθήκαμε πάλι. Σταμάτησα σε μια παράκαμψη, στο ύψος του 132ου χιλιομέτρου της Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Καβάλας. Τα χέρια μου τινάχτηκαν απο μόνα τους, την έπιασα από το λαιμό και την πίεσα για να σταματήσει να φωνάζει. Από τη στιγμή που έγινε το μοιραίο, προσπάθησα να την επαναφέρω με τεχνητή αναπνοή, όμως ήταν αργά. Από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ήταν νεκρή, δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ ήταν να την εξαφανίσω και να θέσω τέλος στη ζωή μου».
«Την έβαλα στο πορτμπαγκάζ και αγόρασα από τη Νέα Πέραμο ένα μπιτόνι με τέσσερα λίτρα βενζίνη. Σε ένα απόμερο σημείο της έβαλα φωτιά, αλλά κάηκαν μόνο τα ρούχα της. Πήγα στο σπίτι της γιαγιάς μου απ’ όπου πήρα μια βαλίτσα, ένα σιδηροπρίονο και επέστρεψα μεσάνυχτα πλέον στο ίδιο ερημικό σημείο. Έκοψα το κεφάλι που εξείχε, έβαλα το πτώμα στη βαλίτσα και το πέταξα στη λίμνη. Το κεφάλι το πέταξα στη θάλασσα, μπροστά σε κάτι βράχια στην Καλαμίτσα. Προσπάθησα να αυτοκτονήσω παίρνοντας μεγάλη ποσότητα από τα παυσίπονα της Julie, αλλά έκανα εμετό και επέζησα. Γυρνούσα απελπισμένος στους δρόμους μη γνωρίζοντας τι να κάνω», είπε στην απολογία του Σκιαδόπουλος.
Η Ταυτοποίηση
Στις 26 Ιανουαρίου 1999, ο Γιώργος Σκιαδόπουλος οδήγησε τους αστυνομικούς στο σημείο που είχε πετάξει το πτώμα. Η βαλίτσα με το μισοκαμμένο, ακέφαλο σώμα της Julie ανασύρθηκε από τον βυθό της λίμνης, ενώ το κεφάλι, παρά τις προσπάθειες των ανδρών και δυτών του Λιμεναρχείου Καβάλας δεν βρέθηκε ποτέ. Το σώμα της παραδόθηκε στον πρώην σύζυγο της Tim Nist και τον αδελφό της John Scully, οι οποίοι ταξίδεψαν στην Ελλάδα προκειμένου να το παραλάβουν για να το μεταφέρουν στην Αμερική, με μεγάλη καθυστέρηση. Έπρεπε να γίνει εξέταση DNA για να αποδειχθεί ότι το πτώμα ήταν της Julie Scully (καθώς το κεφάλι έλειπε).
Η δίκη
Τον Νοέμβριο του 1999 ο Γιώργος Σκιαδόπουλος θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Δράμας. Στο δικαστήριο κατέθεσε η μητέρα του Σκιαδόπουλου, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στον εαυτό της και στον πρώην σύζυγο της, πώς δεν προσέφεραν στον Γιώργο μια ομαλή οικογενειακή ζωή και μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, εξαιτίας των φιλονικιών τους σε όλη τη διάρκεια του εγγάμου βίου τους. Γεγονός που ίσως να επηρέασε αρνητικά την πορεία της ζωής του.
Από την πλευρά της οικογένειας του θύματος υπήρξαν μαρτυρίες ότι ο Γιώργος πίεζε την Julie να επενδύσει τα χρήματα που είχε λάβει από τον διακανονισμό του διαζυγίου σε μια εταιρία ταξί που ήθελε να δημιουργήσει ο ίδιος. Τα χρήματα, πάντως, βρέθηκαν σε κοινό λογαριασμό. Ο πρώην σύζυγος της Julie, Tim Nist, παρακολούθησε ανέκφραστος την ακροαματική διαδικασία. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας καταδίκασε τον Γιώργο Σκιαδόπουλο σε ισόβια κάθειρξη.
Εφετείο
Ο Σκιαδόπουλος άσκησε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και η υπόθεση εκδικάστηκε εκ νέου τον Οκτώβριο του 2002 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης . Αρχικά το δικαστήριο δέχθηκε κατά πλειοψηφία την παραχώρηση ελαφρυντικών (πρότερος έντιμος βίος), καθώς και ότι μετά την τέλεση της πράξης ο καταδικασθείς επί μακρό χρονικό διάστημα επέδειξε καλή διαγωγή. Πράγματι, ο Σκιαδόπουλος υπήρξε υπόδειγμα κρατουμένου, σπούδασε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο στο Τμήμα Ελληνικού Πολιτισμού και στράφηκε στα θεία.
Ο Σκιαδόπουλος στην απολογία του μίλησε για το «πρωτόγνωρο πάθος» που τον κυρίευσε από την πρώτη στιγμή για τη γυναίκα που αργότερα σκότωσε, αλλά και για τη γη που «ένιωσε να φεύγει κάτω από τα πόδια του» όταν του γνωστοποίησε την πρόθεσή της να χωρίσουν και να επιστρέψει στην πατρίδα της, λίγες μέρες πριν από την τέλεση του πολιτικού τους γάμου.
Χαρακτηριστικό του σφοδρού ερωτικού συναισθήματος που ένιωσε για την Αμερικανίδα ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι παράτησε την καριέρα του (εμποροπλοίαρχος) για να εξασκήσει το επάγγελμα του οδηγού ταξί, ώστε να είναι συνεχώς κοντά της. Όπως ανέφερε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, «μπορούσα να δουλεύω όλη την ημέρα, φτάνει να τη βλέπω ευτυχισμένη… Και η ίδια ήθελε να μονοπωλεί την αγάπη μου κι εγώ να μην την αγγίζει κανείς άλλος. Υπήρχε αμοιβαίο πάθος. Αντλούσα δύναμη από την ευτυχία της. Ήταν ο Θεός μου, δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις αυτό που ένιωθα» και έκλεισε την απολογία του λέγοντας «ντρέπομαι γι’ αυτό που έχω κάνει»,
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο αφού αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, καταδίκασε τον Γιώργο Σκιαδόπουλο σε κάθειρξη 23 ετών.
Η αποφυλάκιση
Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος το 2009 αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Κασσάνδρας Χαλκιδικής, με περιοριστικούς όρους και περιοριστικά μέτρα απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και εμφάνισης στο Αστυνομικό Τμήμα. Τον Ιούνιο του 2012 υπέβαλε αίτηση για πρώτη φορά για άρση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων, δηλαδή της εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Η αίτηση του απορρίφθηκε.
Το 2013 υπέβαλε αίτηση για δεύτερη φορά ζητώντας την ανάκληση του βουλεύματος, του ίδιου δικαστικού συμβουλίου το οποίο απέρριψε την πρώτη αίτηση που υπέβαλε τον Ιούνιο 2012.
Επικαλέστηκε ως προσωπικό λόγο, τον γάμο του με την Α.Χ, υπήκοο Γουατεμάλας, που εργάζεται ως αρχιλογίστρια σε κρουαζιερόπλοιο γνωστής ξένης εταιρείας. Και ως επαγγελματικό λόγο, τη δυνατότητα επαγγελματικής του απασχόλησης και δραστηριότητας ως μηχανικού στην παραπάνω εταιρεία, όπου εργάζεται η σύζυγός του.
«Δεδομένου ότι οι επικαλούμενοι λόγοι της προθέσεως του περί μεταβάσεως του στο εξωτερικό, επί ικανό χρόνο και μάλιστα χωρίς να προκύπτει σταθερός τύπος διαμονής και εκδηλώσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας, κρίνονται ως προσχηματικοί και μη πειστικοί και επομένως δεν είναι ικανοί να οδηγήσουν στην παραδοχή ότι επιβάλλεται ή ενδείκνυται η ανάκληση ή επικουρικώς η τροποποίηση των ανωτέρω όρων» αναφέρεται στο σκεπτικό του απορριπτικού βουλεύματος. Στις 4/12/2013 για δεύτερη φορά το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε την αίτηση του.
Σύμφωνα με πληροφορίες του δημοσιογράφου Πάνου Σόμπολου, ο Σκιαδόπουλος μετά την αποφυλάκισή του είχε ανοίξει σύγχρονο στεγνοκαθαριστήριο στην Κομοτηνή, προσπαθώντας να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο.
Η ιστορία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για δύο επεισόδια στη σειρά «10η Εντολή» με τον τίτλο «Σε Βαθιά Νερά» :