Η Δολοφονία της Κωνσταντινιάς Γατέλα στο Σεϊχ Σου
Είναι 17 Απριλίου 1960, πρωί της Κυριακής του Πάσχα και ήδη η πλειοψηφία των Θεσσαλονικέων ξεκινούσε τις προετοιμασίες για το εορταστικό τραπέζι για να απολαύσει την ημέρα, παρέα με τους συγγενείς και τα αγαπημένα πρόσωπα. Κανείς τους δεν φανταζόταν ότι ένα αόρατο πέπλο θα σκέπαζε για μία ακόμη φορά τούτη την ταλαίπωρη πόλη, διαλύοντας εντελώς την εορταστική ατμόσφαιρα και θα αφύπνιζε τις μνήμες των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τον «δράκο», που τόσο πάλευαν να λησμονήσουν…
Στις 07.30 το πρωί, οι τρείς φίλοι, Νικόλας Στεφανίδης, ο Περικλής Κλιγκόπουλος και ο Γιώργος Καραγεωργίου, τρία αγόρια που έμεναν στην Τριανδρία, βγήκαν προς τα χωράφια στο κοντινό αλσύλλιο του Σεϊχ Σου, για να μαζέψουν σκαντζόχοιρους, έχοντας συντροφιά ένα κυνηγόσκυλο.

Μόλις μπήκαν στο Αλσύλλιο, ο σκύλος που προπορευόταν της χαρούμενης παρέας, άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα. Πήγαινε προς την άκρη της χαράδρας που βρισκόταν μερικά μέτρα πιο πέρα, μπροστά τους, σταματούσε στην άκρη της χαράδρας, κοίταζε προς τα κάτω κλαψουρίζοντας και στην συνέχεια επέστρεφε προς το μέρος τους γαυγίζοντας.
Επαναλαμβάνοντας συνεχώς τις ίδιες κινήσεις, η συμπεριφορά του σκύλου έβαλε σε σκέψεις τους τρεις νεαρούς πώς κάτι σίγουρα συνέβαινε για να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο, και αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν.
Έχοντας διανύσει μερικά μέτρα, έφτασαν στην άκρη της πλαγιάς όπου δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τι ήταν αυτό που προκαλούσε την αναστάτωση του σκύλου. Όμως κατεβαίνοντας προσεκτικά προς τα κάτω στην δεξιά πλευρά, μέσα στην χαράδρα, βρισκόταν στο έδαφος ξαπλωμένο το ημίγυμνο σώμα μίας νεαρής κοπέλας που το κάλυπταν πρόχειρα μερικά κλαδιά πεύκων και θάμνων.
Αφού ξεπέρασαν το αρχικό σοκ, διστακτικά πλησίασαν ακόμη πιο κοντά και έμειναν με γουρλωμένα τα μάτια. Δεν είχαν ξαναδεί στην ζωή τους, ούτε γυμνή, ούτε νεκρή γυναίκα.
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία» είπε ο Νικόλας και έφυγαν τρέχοντας όλοι μαζί να αναφέρουν την μακάβρια ανακάλυψη τους στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Οι αστυνομικοί αρχικά τους αντιμετώπισαν με δυσπιστία, όμως βλέποντας τα παιδιά να επιμένουν, έθεσαν σε συναγερμό ολόκληρη την δύναμη της αστυνομικής διεύθυνσης.
Αυτοψία

Ο τόπος του εγκλήματος βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τον καφενείο του Σεϊχ Σου, και συγκεκριμένα στην δασώδη περιοχή μεταξύ Τριανδρίας και Άνω Τούμπας. Ο δράστης οδήγησε την άτυχη κοπέλα στο βάθος μίας χαράδρας η οποία βρισκόταν κάτω από το δεύτερο δασικό φυλάκιο και της μικρής γέφυρας που συνέδεε την δασική οδό Θεσσαλονίκης – Χορτιάτη. Δύο χαράδρες μεγάλου βάθους ενώνονταν σε απόσταση 300 μέτρων περίπου από το φυλάκιο και την γέφυρα, με την τρίτη πλευρά, την δασική οδό να σχηματίζουν ένα τρίγωνο. Στο σημείο όπου ενώνονταν οι δύο χαράδρες, σχημάτιζαν άλλη μία που χώριζε την Τριανδρία με την Τούμπα, βρέθηκε το πτώμα.
Σε μισή ώρα βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος ο Αστυνομικός διευθυντής, αξιωματικοί της Γενικής Ασφάλειας, η σήμανση της εγκληματολογικής υπηρεσίας, ο εισαγγελέας κ. Αγγελίδης και ο Ιατροδικαστής κ. Ρεβίθης. Η ισχυρή δύναμη της χωροφυλακής έσπευσε να απομονώσει τον χώρο και την γύρω περιοχή, προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να κρατήσει σε απόσταση τους θεσσαλονικείς που έσπευσαν από κάθε γωνιά της πόλης να παρακολουθήσουν την προσπάθεια των αρχών.
Από την αρχική επιτόπια αυτοψία που διενεργήθηκε από τον Ιατροδικαστή υπηρεσίας, διαπιστώθηκε ότι η σωρός ανήκε σε νεαρή γυναίκα ηλικίας περίπου 20 ετών. Το θύμα έφερε μώλωπες στον δεξί οφθαλμό και το πρόσωπο, ενώ κάτω από το σαγόνι, ο λαιμός ήταν σκεπασμένος με το εσώρουχο της, το οποίο ήταν ποτισμένο με αίμα. Όταν το αφαίρεσε ο ιατροδικαστής, αποκαλύφθηκε ένα τραύμα στο λαιμό. Πιθανώς τοποθετήθηκε εκεί, από τον δράστη, στην προσπάθεια να σταματήσει την αιμορραγία. Η νεκρή φορούσε μόνο το κομπινεζόν και τον στηθόδεσμο της.
Ο Ιατροδικαστής λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η σορός βρισκόταν σε προχωρημένη αποσύνθεση, εκτίμησε ότι ο θάνατος της είχε επέλθει προ τριών ημερών, ως αποτέλεσμα του τραύματος στον λαιμό, το οποίο προκλήθηκε από κάποιο νύσσουν όργανο.
Όταν ο Ιατροδικαστής γύρισε το πτώμα της νεαρής γυναίκας στο πλάι, κάτω από το πτώμα βρέθηκε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτιού το οποίο αποτελούσε μέρος μίας επιστολής. Εκείνη την στιγμή ο επικεφαλής αξιωματικός ζήτησε από τους αστυνομικούς να ψάξουν και να μαζέψουν ότι κομμάτια χαρτιού υπήρχαν γύρω διάσπαρτα.
Η εκτεταμένη έρευνα σε ακτίνα περίπου 500 μέτρων είχε ως αποτέλεσμα εκτός της συλλογής των κομματιών της επιστολής που έλλειπαν, να βρεθούν τα παπούτσια, η φούστα, η τσάντα και η ζακέτα του θύματος, τα οποία είχε ο δράστης επιμελώς σκεπάσει με χόρτα. Όλα τα τεκμήρια μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο της εγκληματολογικής υπηρεσίας για εξέταση, και το πτώμα στο νεκροτομείο για νεκροτομή.
Νεκροτομείο
Στο παγωμένο μαρμάρινο τραπέζι του νεκροτομείου, βρισκόταν ξαπλωμένη, ακίνητη, μία χαριτωμένη κοπέλα μετρίου αναστήματος, με καλοσχηματισμένο σώμα και γλυκό πρόσωπο που το πλαισίωναν σγουρά καστανά μαλλιά.
Φαινόταν σαν να κοιμόταν, θαρρείς από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθεί να σου μιλήσει, να σου διηγηθεί την τραγική ιστορία στην οποία βρέθηκε να πρωταγωνιστεί. Η έκφραση της έκπληξης που παρέμεινε αποτυπωμένη στο πρόσωπο της, η φρικτή πληγή στον λαιμό της, και το μελανιασμένο αριστερό μάτι της, ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες της άνισης μάχης που έδωσε με τον δειλό δολοφόνο που ύπουλα της στέρησε την ζωή .
Ήταν το αθώο θύμα του «κτηνάνθρωπου» όπως αποκαλούσαν τον άγνωστο δράστη όλοι στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αδίστακτα με απερίγραπτη θηριωδία βύθισε το μαχαίρι στο λαιμό της. Τα τοιχώματα του λαιμού έφεραν σημάδια από την λαβή του σουγιά, τον οποίο ο δράστης είχε καρφώσει με όλη την δύναμη με την λεπίδα να φτάνει μέχρι τον σπόνδυλο. Αλλά και πάλι δεν παρέδιδε την ζωή. Τότε οι δράστης την έπνιξε, αφού προηγουμένως, ή συγχρόνως την στραγγάλισε. Στον λαιμό υπήρχαν επίσης σημάδια στραγγαλισμού. Το λεπτό έντερο και το στομάχι του θύματος ήταν γεμάτο αίμα, το οποίο είχε καταπιεί όση ώρα πάλευε για να σώσει την ζωή της.
Η Σύλληψη

Μετά την «συναρμολόγηση» της επιστολής που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος, η οποία έγινε κομμάτι – κομμάτι από τους τεχνικούς της εγκληματολογικής υπηρεσίας, προέκυψε «περιγραφή κάποιων γεγονότων» που είχαν δύο πρωταγωνιστές. Κάποια Κωνσταντινιά Γατέλα, και έναν έφεδρο λοχία, τον Στάθη Ζουρνατζή.
Από την στιγμή που έγινε γνωστή η ταυτότητα του θύματος, οι αρχές εστιάστηκαν στο περιβάλλον της και προσήγαγαν το βράδυ της Δευτέρας 18ης Απριλίου, κάποιους για ανάκριση. Μάλιστα για τον έναν «ύποπτο» οι αστυνομικοί ήταν εξαρχής πεπεισμένοι ότι ήταν ο δράστης του στυγερού εγκλήματος, όμως τελικά αποδείχθηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση. Μόλις άρχισαν να συγκεντρώνονται τα στοιχεία και οι μαρτυρίες, όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στον έφεδρο λοχία του 620 τάγματος, τον 22χρονο Ευστάθιο Ζουρνατζή από την Αλιστράτη, ράφτη στο επάγγελμα. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Ο Ζουρνατζής την ημέρα του εγκλήματος ήταν υπαξιωματικός υπηρεσίας στον λόχο του, με τους πάντες να βεβαιώνουν ότι δεν είχε απομακρυνθεί ούτε στιγμή.
Η Αστυνομία η οποία ήταν πρακτικά αναρμόδια, αποτάθηκε στην ΕΣΑ και από κοινού, μαζί με την γενική ασφάλεια έθεσαν υπό παρακολούθηση τον Ζουρνατζή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκύψουν επιπλέον στοιχεία τα οποία θεμελίωσαν τις πρώτες σοβαρές ενδείξεις ότι ο Ζουρνατζής ήταν ο άνθρωπος που έψαχναν.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής, 16 ώρες μετά την αποκάλυψη του στυγερού εγκλήματος, ένας αξιωματικός της ΕΣΑ συνοδευόμενος από δύο αξιωματικούς της Γενικής Ασφάλειας, μπήκαν στον θάλαμο, όπου κοιμόταν ο Ζουρνατζής. Τον ξύπνησαν, του πέρασαν χειροπέδες και τον μετέφεραν για να υποβληθεί σε λεπτομερή ανάκριση.
Ομολογία
Αρχικά ο Ζουρνατζής αρνήθηκε μετά βδελυγμίας την οποιαδήποτε ανάμιξη του στο έγκλημα, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι την ημέρα που διαπράχθηκε, αυτός βρισκόταν εν υπηρεσία. Όταν όμως του παρατέθηκαν όλα τα στοιχεία που είχαν, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ήταν ο δράστης του εγκλήματος.
«Δεν ήθελα να την σκοτώσω, επάνω στην συζήτηση δεν κατάλαβα και εγώ τι έκανα. Ήθελα μόνο να της δώσω να καταλάβει, πώς δεν μπορούσα να την παντρευτώ. Ήταν μία “κοινή γυναίκα” και δεν μπορούσα να την κάνω γυναίκα μου. Απάνω στην συζήτηση, έγινα έξω φρενών με τις απειλές της και δεν ήξερα τι έκανα…» είπε προσπαθώντας να ρίξει την ευθύνη στο θύμα.
Παρ’ όλο που ομολόγησε το έγκλημα του, αυτό δεν ήταν αρκετό. Χρειάζονταν για τις δικαστικές αρχές αποδείξεις, και η ομολογία του κατηγορούμενου από μόνη της, δεν ήταν απόδειξη. Επιπλέον το μαχαίρι το οποίο βρέθηκε πλησίον του πτώματος δεν ήταν αυτό με το οποίο είχε δολοφονηθεί η άτυχη Κωνσταντίνα. Ενδεχομένως να ήταν μαχαίρι κάποιου που το είχε χάσει, ίσως μαζεύοντας χόρτα. Έτσι συνεχίστηκε παρουσία εισαγγελέως, του αστυνομικού διευθυντή και των αξιωματικών ασφαλείας η έρευνα, κατά την οποία ο δράστης υπέδειξε το σημείο στο οποίο είχε κρύψει το φονικό όπλο, το οποίο μάλιστα και βρέθηκε εκεί.
Εκτός του φονικού όπλου, βρέθηκε και το πορτοφόλι του θύματος με 200δραχμές, το οποίο είχε αφαιρέσει ο Ζουρνατζής από την τσάντα του θύματος. Έτσι το ίδιο βράδυ, έκλεισε ο φάκελος της προανάκρισης και ο δράστης ανέμενε την παραπομπή στην εισαγγελία για να του απαγγελθούν οι κατηγορίες, και να παραπεμφθεί στον ανακριτή για τακτική ανάκριση.
Η Κωνσταντινιά

Η Κωνσταντινιά ήταν ένα απλό, συνεσταλμένο κορίτσι, που βιοποριζόταν από την εφηβική της ηλικία προσπαθώντας να βοηθήσει την μητέρα της διότι είχε μείνει ορφανή όταν ήταν ακόμη μωρό. Ήταν το τρίτο εν σειρά παιδί της Δήμητρα Γατέλα, χήρας που πάλευε με όλες τις δυνάμεις της να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της. Την 24χρονη Άννα, την 23χρονη Αναστασία τον 20χρονο Βασίλειο, την 19χρονη Κωνσταντινιά και την 9χρονη Χριστίνα.
Η Κωνσταντινιά, είχε την ατυχία να συναντήσει τον Στάθη Ζουρνατζή, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την αθωότητα των δεκαεπτά χρονών της, διαβεβαιώνοντας την ότι θα την κάνει γυναίκα του, την αποπλάνησε.
Σφόδρα ερωτευμένη, επέστρεψε στην Καβάλα και άρχισε να εργάζεται σκληρά για να «ετοιμάσει την προίκα της» όπως έλεγε σε όλους γύρο της. Δούλευε σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε αλίπαστα και κάθε δραχμή την οποία κέρδιζε με τον κόπο της, την φύλαγε για να φτιάξει το νοικοκυριό της. Ο Ζουρνατζής ο οποίος κατέβαινε τακτικά στην πόλη της Καβάλας την επισκεπτόταν και με διάφορα προσχήματα, εκμεταλλευόμενος τα αισθήματα της, της αποσπούσε χρήματα χρησιμοποιώντας διάφορα προσχήματα. Μετά από την παρέμβαση των συγγενών της και μετά από αρκετή πίεση, ο Ζουρνατζής αναγκάστηκε να αρραβωνιαστεί.
Εύκολο θύμα
Η Κωνσταντινιά πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, πιστεύοντας ότι μετά τον αρραβώνα σε κάποια στιγμή θα γινόταν ο γάμος, πλήρωσε ακόμη και εξ’ ολοκλήρου τις βέρες του αρραβώνα. Ο Ζουρνατζής το διάστημα του αρραβώνα, πηγαινοερχόταν στην Καβάλα, όπου έτρωγε, έπινε και κοιμόταν στο σπίτι της κοπέλας. Όταν λίγους μήνες αργότερα κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα, τα δέματα της Κωνσταντινιάς έφευγαν το ένα πίσω από το άλλο, μαζί με «χαρτζιλίκι» για τον αγαπημένο της.
Το κορίτσι έφτασε να κάνει δύο δουλειές για να μπορέσει να καλύψει τις όλο και αυξημένες ανάγκες του Ζουρνατζή. Όταν ο Ζουρνατζής μετατέθηκε στην Θεσσαλονίκη, απαίτησε από την Κωνσταντινιά να σταματήσει από την δουλειά της και να πάει στην Θεσσαλονίκη για να την έχει κοντά του. Παραδομένη στα αισθήματα της, δέχτηκε και πήγε να μείνει στους συγγενείς της στην Επτάλοφο.
Μέσα σε δύο μήνες, αφού της ροκάνισε κυριολεκτικά σχεδόν ότι οικονομίες είχε μαζέψει, ο Ζουρνατζής αποφάσισε να «τελειώσει» με αυτή την ιστορία. Έγραψε γράμμα στην Κωνσταντινιά ότι για να γίνει ο γάμος, έπρεπε να του δώσουν τουλάχιστον 30 000 δραχμές, γιατί ο πατέρας του δεν τον άφηνε να πάρει μία «πτωχή κοπέλα». Αυτό διέλυσε την Κωνσταντινιά.
Έπεσε στα πόδια του θερμοπαρακαλώντας τον να αναθεωρήσει την απόφαση του, λέγοντας του ότι θα γινόταν σκλάβα του, δουλεύοντας, για να μην του λείψει τίποτε. Οι παρακλήσεις της όμως έπεσαν στο κενό. Ο άθλιος της έστειλε νέο γράμμα όπου είχε “περιλούσει” την άμοιρη κοπέλα με νέες ύβρεις, αποκαλώντας την πόρνη και ελεεινή, ζητώντας της να μην τον ξαναενοχλήσει.
Δίπορτο
Μέσω τρίτων, μαθεύτηκε ότι ο Ζουρνατζής είχε δώσει τον λόγο του σε κάποια Μαρία από τον Άγιο Παύλο των Μουδανιών η οποία του έδινε τις 30 000 δραχμές. Η Κωνσταντινιά πήρε το λεωφορείο και πήγε να βρει τον ξάδερφο της Σωτήρη Ισαακίδη που έμενε στην Επτάλοφο, ο οποίος την αγαπούσε πάρα πολύ και την είχε σαν αδερφή του.
Ο Σωτήρης πήγε να επισκεφθεί τον αρτοποιό Δημήτρη Ψωμιάδη στο Καραμπουρνάκι, τον «προξενητή» του Ζουρνατζή με την δεύτερη κοπέλα. Όταν τον ρώτησε γιατί προέβη στο συνοικέσιο, αφού ο Ζουρνατζής ήταν ήδη αρραβωνιασμένος, εκείνος απάντησε ότι δεν το γνώριζε και εξοργίστηκε. Πρόσθεσε, ότι ουδέποτε τον είχε δει να φοράει βέρα, παρά μόνο μετά τον αρραβώνα με την Μαρία.
Ο Σωτήρης πήγε να βρει τον Ζουρνατζή και του ζήτησε να ξεκαθαρίσει την θέση του. Στην ερώτηση για ποιο λόγο εμπαίζει την Κωνσταντινιά, απάντησε «ανάκριση μου κάνεις, η θες να με φοβερίσεις; Όσο φοράω το χακί, δεν φοβάμαι κανέναν, ανήκω στην πατρίδα».
Παρ’ όλα αυτά που έγιναν, ο Ζουρνατζής συνέχισε την αλληλογραφία με την Κωνσταντινιά, με εκείνη να του στέλνει πάλι διάφορα δέματα και χρήματα. Κάθε φορά που λάμβανε ένα δέμα, της έστελνε γράμματα με παρατηρήσεις για την «ανεπάρκεια του περιεχομένου» η του ποσού των διαφόρων επιταγών. Μάλιστα σε μία επιστολή της είχε γράψει «τι μου τα στέλνεις αυτά τα δύο ψωροεκατόφραγκα, αυτά δεν φτάνουν ούτε για στραγάλια».
Οι συγγενείς, οι αδελφές της, μάταια την συμβούλευαν να διακόψει τις σχέσεις της με τον Ζουρνατζή, ο οποίος ήταν βάναυσος και είχε λόγω του δύστροπου χαρακτήρα του.
Το τελευταίο ραντεβού
Η Κωνσταντινιά ελπίζοντας ότι θα τον μεταπείσει, αποφάσισε να πάει στο στρατόπεδο να τον συναντήσει. Δούλεψε ασταμάτητα επί τρεις εβδομάδες στο εργοστάσιο, πήρε τα μεροκάματα της, πήρε το δώρο της (γύρω στις 600 δραχμές) και την Μεγάλη Τρίτη, έχοντας στην τσάντα διάφορα δώρα, μπήκε στο ΚΤΕΛ, έχοντας προορισμό την Θεσσαλονίκη, ελπίζοντας να μεταπείσει τον Ζουρνατζή.
Την Μεγάλη Τετάρτη, πήγε στην μονάδα όπου υπηρετούσε ο Ζουρνατζής και τον συνάντησε. Του ζήτησε να πάνε στον διοικητή της ΕΣΑ και να του αναφέρουν τα των σχέσεων τους, και να ζητήσουν την επέμβαση του στην επίλυση του προβλήματος. Ο Ζουρνατζής θέλοντας να αποφύγει την όξυνση της κατάστασης δέχτηκε.
Πράγματι παρουσιάστηκαν ενώπιον του διοικητή της ΕΣΑ, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, καθώς δεν είχε καμία αρμοδιότητα επί του ζητήματος. Όταν έφυγαν από την ΕΣΑ, ο Ζουρνατζής ζήτησε από την Κωνσταντινιά μία νέα συνάντηση λέγοντας της «έλα αύριο, να βγούμε έξω να κουβεντιάσουμε». Εκείνη με την ελπίδα ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει από την συνάντηση τους τελικά, δέχθηκε.
Την Μεγάλη Πέμπτη τον περίμενε στην πύλη της μονάδας του. Μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκε ο Ζουρνατζής, και ξεκίνησαν να περπατούν την οδό Νοσοκομείου, που οδηγούσε στο Αλσύλλιο του Σέϊχ Σου, στις παρυφές της Τριανδρίας. Ήταν η τελευταία φορά που η Κωνσταντινιά Γατέλα εθεάθη ζωντανή.
Προφυλάκιση
Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ο Αστυνομικός Διευθυντής κ. Μήτσου, επέτρεψε στους φωτορεπόρτερ να πάνε στην ασφάλεια και να φωτογραφήσουν τον δολοφόνο. Ο Ζουρνατζής, ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άνδρας, μελαχρινός, με άγριο πρόσωπο. Όταν αντίκρισε τους δημοσιογράφους, το βλέμμα του σκοτείνιασε, Τους κοίταξε με μίσος και έστρεψε το πρόσωπο του στην άλλη μεριά, προσπαθώντας να τους εμποδίσει να τον φωτογραφίσουν. Τελικά όμως υποχρεώθηκε να καθίσει στην ψάθινη καρέκλα από τον χωροφύλακα, με τα φλας να αρχίσουν σαν καταιγίδα να κάνουν το σκοτεινό δωμάτιο, λες και ήταν μέρα.
«Πώς έγινε το κακό Αναστάση;» ρώτησε ένας από τους δημοσιογράφους.
«Μήπως ξέρω και γω, εκεί που συζητούσαμε, αρπαχτήκαμε και την χτύπησα. Μετά θέλησα να την βοηθήσω, αλλά ήταν αργά» απάντησε ο Ζουρνατζής.
«Γιατί δεν παρουσιάστηκες αμέσως στην αστυνομία» ήταν η επόμενη ερώτηση.
Από την αντίδραση του φάνηκε αμέσως ότι αυτή η ερώτηση τον ενόχλησε. Το βλέμμα του απέκτησε μία άγρια λάμψη και κοίταξε τους πάντες με κακία.
«Δεν με παρατάτε λέω εγώ, δεν θέλω κουβέντες μαζί σας» φώναξε με οργή.
Αναπαράσταση

Το πρωινό της 19 Απριλίου 1960 στην Τριανδρία και στην Άνω Τούμπα σήμανε συναγερμός. Γυναίκες, άντρες, πιτσιρίκια, άνθρωποι κάθε ηλικίας άρχισαν να ξεπετιούνται από τα σπίτια λες και είχαν πιάσει φωτιά και έτρεχαν να σκαρφαλώσουν στις πλαγιές του Σεϊχ Σου. Σαν τα κυνηγόσκυλα που κυνηγούν το θήραμα τους, λαχανιάζοντας, αλλά χωρίς να το βάζουν κάτω. Όσο περνούσε η ώρα, αντί να μειώνεται το πλήθος, αυτό μεγάλωνε.
Όλοι αυτοί οι νοματαίοι μαζεύτηκαν, κινδυνεύοντας να πέσουν από τα κορφοβούνια, τα βράχια, και τα δέντρα που σκαρφάλωσαν, μόνο και μόνο για να τον δούνε, όταν θα τον μετέφεραν εκεί οι χωροφύλακες για να κάνουν την αναπαράσταση της δολοφονίας. Μάταια οι χωροφύλακες προσπαθούσαν να τιθασεύσουν το πλήθος.
Ενώ τους έδιωχναν από την μία μεριά, αυτοί πηδώντας, σκαρφαλώνοντας και υπερφαλαγγίζοντας του χωροφύλακες εμφανίζονταν από την άλλη πλευρά πάλι μπροστά τους. Οι χωροφύλακες κατάκοποι, μούσκεμα στον ιδρώτα, άδικα φώναζαν, μάταια απειλούσαν. Το πλήθος, σαν μία υπερφυσική, τερατώδης κάμπια, πότε μαζευόταν, πότε απλωνόταν, βρισκόταν πάντα μπροστά τους.

Εξάλλου, κάθε πότε έχει κάποιος την ευκαιρία να δει από κοντά έναν δολοφόνο, αστειεύεστε τώρα;
Το περίεργο σε όλο αυτό, ήταν πως οι αρχές που διεξήγαγαν την έρευνα για την δολοφονία της νεαρής Καβαλιώτισσας, είχαν κρατήσει ως επτασφράγιστο μυστικό την πραγματική ώρα της αναπαράστασης, ακριβώς για να αποφευχθούν όλα τα παραπάνω, με όλους αυτούς τους παλαβούς να δυσχεραίνουν το έργο τους. Ο μόνος γνώστης της πραγματικής ώρας, ήταν η Διεύθυνση της Αστυνομίας, η Διεύθυνση του Εγκληματολογικού, οι αρμόδιοι της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, η ΕΣΑ και η Διοίκηση του Τάγματος που υπηρετούσε ο Ζουρνατζής.
Πέραν αυτών των «επίσημων» γνώστες ήταν και οι 20 – 25 ρεπόρτερ εφημερίδων οι οποίοι βρισκόντουσαν από τις 09.45 το πρωί στην βόρεια πύλη της οδού Νοσοκομείου, του Γ’ Σ.Σ. Αυτή ήταν και η ώρα της εκκίνησης της αναπαράστασης. Ήταν ίδια ώρα με αυτή, που ξεκίνησε το ζεύγος Ζουρνατζή – Γατέλη από το σημείο αυτό. Την ίδια ώρα ξεκίνησε και η αναπαράσταση.
Μπροστά προχωρούσε ο Ζουρνατζής φρουρούμενος από δύο αστυνομικούς με πολιτικά. Στην αρχή φαινόταν λίγο ταραγμένος, αλλά προχωρώντας στην οδό νοσοκομείου, άρχισε να ξεθαρρεύει.
«Από δω» είπε δείχνοντας με το χέρι του ένα δρομάκι αριστερά, μόλις είχαν προχωρήσει μερικά μέτρα προς την κατεύθυνση της Άνω Τούμπας, και έστριψε αριστερά. Το πλήθος τον ακολουθούσε από πίσω και μπροστά οι φωτορεπόρτερ με τα φλας τους να “χαλούν” τον κόσμο. Φωτογραφίες “ανφάς”, προφίλ, σ ‘ όλες τις πόζες κι όλες τις στάσεις, με τον δολοφόνο να δείχνει, με τον δολοφόνο να μιλάει, με τον δολοφόνο να στέκεται, με τον δολοφόνο να περπατάει. Το «μπούγιο» των ανθρώπων, ακολουθώντας τον δολοφόνο μπήκε σ’ ένα δρομάκι, όπου η φρεσκάδα της μπουγάδας και του σαπουνόνερου, ανακατευόταν με την μυρωδιά της τηγανητής σαρδέλας με την σαπίλα των σκουπιδιών, κι’ έπειτα έστριψαν αριστερά, και ξανά δεξιά. Ενώ στην αρχή, το πλήθος που ξεκίνησε από την πύλη, ήταν 20 – 25 άνθρωποι, καθώς πέρασαν από τα 2-3 δρομάκια, έγιναν καμιά εκατοσταριά, όσο συνεχιζόταν η πορεία προς το μέρος που διαπράχθηκε το έγκλημα, το σμήνος των ανθρώπων ολοένα μεγάλωνε. Ξαφνικά, φτάνοντας σε ένα σημείο που έμοιαζε μικρό ξέφωτο, ο δράστης σταμάτησε και δείχνοντας με το χέρι του είπε «Εδώ, σ αυτό το μέρος, όταν φτάσαμε, ήταν κάτι μικροί, κι όταν μας είδαν αγκαλιασμένους να προχωρούμε, άρχισαν να μας παρακολουθούν. Εμείς για να τους αποφύγουμε, συνεχίσαμε προς τα κάτω» είπε και συνέχισε να περπατάει προς το μέρος που είχε υποδείξει.
«Εδώ, είπαμε να καθίσουμε, όμως μόλις καθίσαμε, ακούσαμε κάτι φωνές να φωνάζουν αέρα…αέρα. Ήταν κάτι εργάτες εκεί κάτω που μας είδαν και φώναζαν» είπε δείχνοντας προς το μέρος του νταμαριού.
«Γι’ αυτό σηκωθήκαμε, και συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε. Η Κωνσταντινιά έβγαλε την ζακέτα της επειδή είχε ζεσταθεί. Τελικά φθάσαμε εδώ» είπε ο Ζουρνατζής, περνώντας μέσα από μία συστάδα πεύκων για να βρεθούν όλοι μαζί στο σημείο όπου βρέθηκε πριν από 6 μέρες η άτυχη Κωνσταντινιά, σφαγμένη σαν τραγί από τον αγαπημένο της. Ο ίδιος, δεν έδειξε κανενός είδους συναίσθημα, καμία σύσπαση στο πρόσωπο του.
«Κάθισε, όπου καθίσατε» είπε ο κ. Σταθόπουλος που ήταν επικεφαλής της αναπαράστασης.
Ο Ζουρνατζής, εντελώς χαλαρός, κάθισε αναπαυτικότατα στο σημείο, όπου πριν μερικές είχε σφάξει την κοπέλα.
Ένας από τους αξιωματικούς πλησίασε στο πλήθος που βρισκόταν σε απόσταση λίγων μέτρων και απευθυνόμενος προς τις γυναίκες παρακάλεσε;
«Ποια από σας, θα ήθελε να υποδυθεί τον ρόλο του θύματος, για να μπορέσουμε να κάνουμε την αναπαράσταση, σας παρακαλώ, όποια θέλει, ας πλησιάσει» είπε σχεδόν ικετευτικά. Για λίγο, το πλήθος των γυναικών έμεινε ασάλευτο και σιωπηλό, που αν έπεφτε καρφίτσα εκείνη την στιγμή κάτω, θα ακουγόταν.
Ξαφνικά μέσα από την ομάδα γυναικών πρόβαλε μία κοπελίτσα 18- 20 χρονών, στην ίδια ηλικία με την άτυχη Κωνσταντινιά, που φορούσε μία κόκκινη μπλούζα και μία μπλε φούστα. Ο αστυνομικός την οδήγησε κοντά στον δολοφόνο. Η κοπέλα κάθισε δίπλα του. Ο κατηγορούμενος άρχισε να περιγράφει επακριβώς όλες τις κινήσεις του, από την στιγμή που αφίχθηκαν, μέχρι την στιγμή που δολοφόνησε την άτυχη κοπέλα, και την έκρυψε, ώστε να μην ανακαλυφθεί το πτώμα της.
Από την αναπαράσταση οι παριστάμενοι αξιωματικοί μαζί με τους εμπειρογνώμονες αποκόμισαν την άποψη ότι τοι έγκλημα δεν διαπράχθηκε «εν βρασμό ψυχής» όπως ισχυριζόταν ο Ζουρνατζής. Το αντίθετο. Αποδείχθηκε ότι ο Ζουρνατζής λειτούργησε προμελετημένα, αποφασισμένος να απαλλαγεί από την “ανεπιθύμητη” φίλη του, δολοφονώντας την .
Απαγγελία κατηγοριών
Το πρωί της 22 Απριλίου οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές έχοντας ολοκληρώσει την διαδικασία της προανάκρισης, διαβίβασαν την σχηματισθείσα δικογραφία στην Διεύθυνση Δικαστικού του Γ’ Σώματος στρατού. Από τον Διοικητή του Γ’ Σώματος στρατού ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, εγκατάλειψη θέσης εν ώρα διατεταγμένης υπηρεσίας, και κλοπή, διότι μετά το έγκλημα άρπαξε από την τσάντα του θύματος το ποσό των 300 δρχ.
Στις 10.30 π.μ. ο Ζουρνατζής σιδηροδέσμιος και υπό ισχυρή συνοδεία προσήλθε ενώπιον του ανακριτή Λοχαγού Δηματάτη για να απολογηθεί. Η απολογία του κράτησε 4 ολόκληρες ώρες, και μετά την ολοκλήρωση της, οδηγήθηκε πάλι πίσω στις στρατιωτικές φυλακές, όπου παρέμεινε μέχρι την ημέρα διεξαγωγής της δίκης. Για την ολοκλήρωση της διαδικασίας των ανακρίσεων, μετά την απολογία του δράστη, ακολούθησαν οι καταθέσεις 25 μαρτύρων.
Η κοινή πεποίθηση των ανακριτικών αρχών ήταν ότι ο Ζουρνατζής είχε προαποφασίσει να δολοφονήσει την άτυχη Κωνσταντινιά και έχοντας αυτό τον σκοπό την παρέσυρε στην βαθιά χαράδρα του Σεϊχ σου. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι από την ομολογία του ίδιου, η τραγική Κωνσταντίνα, είχε ξυλοκοπηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Το ανθρωπόμορφο κτήνος όχι μόνο διέφθειρε την ανήλικη, αθώα νέα, όχι μόνο την ανάγκαζε να τον χαρτζιλικώνει, αλλά παράλληλα ικανοποιούσε τα σαδιστικά του ένστικτα, ξυλοκοπώντας την, παριστάνοντας τον «σκληρό άντρα».
Όλα τα παραπάνω στοιχεία που βάραιναν τον δράστη ήταν συντριπτικά και μέσα στην δικογραφία, δεν υπήρχε κανένα ελαφρυντικό, προς υπεράσπιση του. Μετά το πέρας των ανακρίσεων, ο κ. Δηματάτης διαβίβασε την δικογραφία στο συμβούλιο του στρατοδικείου.
Στις 5 Μαΐου 1960 δόθηκε στην δημοσιότητα το παραπεμπτικό Βούλευμα σύμφωνα με το οποίο το Δικαστικό συμβούλιο του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, υιοθέτησε τις προτάσεις του βασιλικού επιτρόπου, Συνταγματάρχη Δημ. Σπυρόπουλου και εξέδωσε βούλευμα βάση του οποίου παραπέμφθηκε ο Λοχίας Αναστάσιος Ευστάθιος Ζουρνατζής ορίζοντας ως ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης τον Μάιο.
Η Δίκη

Στις 17 Μαΐου 1960 από νωρίς το πρωί, εξωτερικά του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης επικρατούσε πανδαιμόνιο, παρ’ όλο που η Αστυνομία με τις στρατιωτικές δικαστικές αρχές είχαν λάβει ειδικά μέτρα για την διασφάλιση της τάξης. Δυο ώρες πριν την έναρξη της δίκης, οι διάδρομοι του Στρατοδικείου, όπως και η οδός Βασιλίσσης Σοφίας είχαν κατακλυσθεί από εκατοντάδες περίεργους που ήθελαν διακαώς να μπούνε μέσα στο Στρατοδικείο για να παρακολουθήσουν την δίκη. Όμως οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν, καθώς η αίθουσα που θα γινόταν η δίκη ήταν μικρή.
Ο Ζουρνατζής μπήκε στην αίθουσα φορώντας την στρατιωτική του στολή και ατάραχος κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Το μελαχρινό οστεώδες πρόσωπο με την κυρτή μύτη, παρέμεινε ανέκφραστο, χωρίς να δείξει την παραμικρή συγκίνηση. Είχε καρφωμένο το βλέμμα του συνεχώς στο δάπεδο, σαν να φοβόταν να κοιτάξει τους δικαστές και τους παράγοντες της δίκης.
Ο Πατέρας του κατηγορούμενου, και τα αδέλφια του, οι οποίοι βρισκόντουσαν από νωρίς το πρωί στο δικαστήριο, δεν θέλησαν να πλησιάσουν το εδώλιο, ούτε και να μιλήσουν μαζί του, όπως συνηθίζουν να κάνουν συγγενείς των κατηγορουμένων. Ο Ζουρνατζής αρνήθηκε να απαντήσει στους εκπροσώπους τύπου, στις ερωτήσεις που του έθεσαν λέγοντας πάντα το ίδιο «δεν με παρατάτε λέω γω..».

Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 08.30 με προεδρεύοντα τον συνταγματάρχη κ. Ε. Παίων, τους στρατοδίκες Ταγματάρχες Αθ. Δημητριάδη, Ιδ. Μανωλιάδη, Ιωαν. Βαλιούλη και Ευαγ. Σανόπουλο και τον βασιλικό επίτροπο Συνταγματάρχη Δημ. Σπυρόπουλος. Την υπεράσπιση του κατηγορουμένου είχε αναλάβει ο Ι. Λαδάς και Ν. Βογιατζάκης. Μετά τον όρκο του Δικαστή , τον οποίον έδωσαν οι στρατοδίκες, κλήθηκε ο κατηγορούμενος να δηλώσει τα στοιχεία του. Δήλωσε ότι ονομάζεται Ευστάθιος, ή Αναστάσιος Ζουρνατζής, ήταν 24 ετών, γεννηθείς στην Αλιστράτη επαγγέλματος ράπτης. Στην συνέχεια ο γραμματέας του στρατοδικείου Αλκ. Νέτας διάβασε το παραπεμπτικό βούλευμα βάση του οποίου κλήθηκε ο κατηγορούμενος να δικαστεί, στο οποίο περιγράφονταν όλες οι λεπτομέρειες, μέρος της απολογίας του δράστη και η ομολογία του.
«Είχα αποκάμει πια, είπε από τις συνεχείς ενοχλήσεις της Γατέλα, η οποία με παρακολουθούσε και ερχόταν όπου κι αν υπηρετούσα και με δημιουργούσε ζητήματα. Δεν μίλησα σε κανέναν για το έγκλημα. Χόρευα και διασκέδαζα, για να μην δώσω υποψίες σε βάρος μου. Έτσι πίστευα ότι δεν θα ανακαλυφθεί. Το έγκλημα το διέπραξα διότι η Γατέλα με εκνεύρισε εκείνη την ώρα με τα λόγια της, ότι θα με κυνηγάει σε όλη μου την ζωή, ότι αυτή θα πηγαίνει με τον καθένα και ότι θα αναγκαστώ να την πάρω. Με είχε εκθέσει στους ανωτέρους μου, στην εποχή που ήμουν αρραβωνιασμένος με την Μαρίκα Βαλαβάνη και την όποια ήξεραν στην μονάδα μου».
Μαρτυρίες
Μετά την ανάγνωση του βουλεύματος, κλήθηκε να καταθέσει ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας Περικλής Κλικόπουλος, ο οποίος ήταν αυτός που ανακάλυψε το πτώμα της Κωνσταντινιάς Γατέλα.
«Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, πήγαμε εγώ με τους δύο φίλους μου στο δάσος του Σεϊχ Σου, για να βρούμε σκαντζόχοιρους, να τους κάνουμε μεζέ. Περάσαμε το δεύτερο “νταμάρι” και μπήκαμε στην χαράδρα. Οι δύο φίλοι μου προχώρησαν προς το ρέμα. Εγώ συνέχισα να ψάχνω κάτω από τα βάτα. Ξαφνικά βλέπω το σκυλάκι μου να φεύγει από κοντά μου και να πηγαίνει σε ένα απόμερο μέρος. Αμέσως άρχισε να ουρλιάζει φοβισμένο. Παγαίνω κι εγώ προς τα κει και βλέπω κάτι να ασπρίζει κάτω από μερικά κλαδιά. Σήκωσα τότε το ένα κλαδί και βλέπω ένα πτώμα. Φώναξα τότε τους φίλους μου, τους είπα ότι βρήκα μία κοπέλα σφαγμένη και μετά πήγαμε στην αστυνομία να αναφέρουμε το γεγονός» είπε ο μάρτυρας ολοκληρώνοντας την κατάθεση του.
ΠΡ: «Δηλαδή ήταν σκεπασμένη με τα κλαδιά;»
Μ: «Σκεπασμένη τελείως»
ΠΡ. «Αν περνούσε κανείς χωρίς σκυλί, ήταν δυνατόν να την ανακαλύψει;»
Μ: «Αδύνατον».
ΠΡ. «Το μέρος είναι τελείως απόμερο;»
Μ: «Μάλιστα. Δεν περνάει κανείς από κει.»
ΠΡ: «Έχεις την γνώμη, ότι ο δράστης απέκρυψε εκεί το πτώμα;»
Μ: «Βεβαίως, Ήταν πολύ καλά κρυμμένο. Αν δεν υπήρχε το σκυλάκι μας, δεν θα το βρίσκαμε ποτέ.».
Μετά την κατάθεση του μάρτυρα, ο Πρόεδρος διέταξε τον Γραμματέα να διαβάσει την έκθεση αυτοψίας της αστυνομίας. Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος υπεράσπισης Ν. Βογιατζάκης υπέβαλε νέα ένσταση, να μην αναγνωστεί η έκθεση, όσο και τα λοιπά έγγραφα της προανακρίσεως, καθ’ όσον επί της υποθέσεως του κατηγορουμένου η αστυνομική αρχή, δεν έπρεπε να ενεργήσει αυτοψία. Η αστυνομία όφειλε, μετά την σύλληψη του, να παραδώσει τον δράστη στις στρατιωτικές αρχές, η οποίες ήταν αρμόδιες να αναλάβουν την υπόθεση. Ο βασιλικός επίτροπος απέκρουσε το αίτημα, ενώ το δικαστήριο επιφυλάχτηκε να εκδώσει απόφαση επί αυτού.
Μαρτυρίες Στρατιωτών
Στην συνέχεια κλήθηκε να καταθέσει ο στρατιώτης Δημ. Χατζηγεωργίου, ο οποίος την ημέρα που διαπράχθηκε το έγκλημα, ήταν σκοπός στην πύλη του στρατοπέδου, όπου υπηρετούσε ο Ζουρνατζής.
«Θα ήταν 8 με 9 το πρωί, όταν μας πλησίασε το θύμα και μας παρακάλεσε να καλέσουμε τον Ζουρνατζή. Της είπαμε πώς αυτό δεν επιτρέπεται, αλλά εκείνη επέμενε, λέγοντας πώς τον ήθελε για κάτι επείγον. Πραγματικά, τηλεφωνήσαμε κι ύστερα από πέντε – δέκα λεπτά ήρθε ο Ζουρνατζής. Θυμάμαι ότι έφερε και την εξάρτυση του. Πήρε την κοπέλα μερικά μέτρα πιο εκεί από την πύλη και μετά χώρισαν. Εκείνη προχώρησε προς το μέρος της Τούμπας και ο Λοχίας μπήκε στο στρατόπεδο» είπε ο μάρτυρας.
ΠΡ: «Δεν τον είδες μετά να βγαίνει;»
Μ: «Όχι, δεν τον ξαναείδα.»
ΠΡ: «Ενδέχεται να πέρασε χωρίς να τον δεις;»
Μ: «Βεβαίως»
Στην συνέχεια κλήθηκε ο στρατιώτης Τρ. Κάλλιας, ο οποίος ήταν και αυτός σκοπός στην πύλη του στρατοπέδου μαζί με τον προηγούμενο μάρτυρα Χατζηγεωργίου και τον τρίτο στρατιώτη Γεωργ. Καμαριανό, ο οποίος ανέφερε στο δικαστήριο, ότι την ημέρα που διαπράχθηκε το έγκλημα, ήταν τηλεφωνητής, γραφέας και θαλαμοφύλακας στον θάλαμο, όπου έμενε ο Ζουρνατζής.
«Έλαβα ένα τηλεφώνημα για τον λοχία από την πύλη. Μου είπαν ότι τον ζητούσε κάποια κοπέλα. Τον ειδοποίησα μέσω ενός άλλου λοχία. Ο Ζουρνατζής πήγε στο ραντεβού και γύρισε στον θάλαμο κατά τις 11.00. Φαινόταν αναστατωμένος. Μπήκε στον θάλαμο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Τότε τον ρώτησα αν θα πάρει την κοπέλα και εκείνος απάντησε με κυνηγάει, αλλά εγώ δεν πρόκειται να την πάρω» είπε ο Καμαριανός.
Συνεχίζοντας την κατάθεση του ο μάρτυρας ανέφερε ότι την ημέρα του Πάσχα, ο κατηγορούμενος διασκέδαζε με τους άλλους οπλίτες και έπαιζε μάλιστα και κιθάρα.
Η μητέρα του θύματος

Μετά τις καταθέσεις των στρατιωτών κλήθηκε να καταθέσει η θεία του θύματος Ευαγγελία Τόλιου, η οποία μόλις ξεκίνησε, αισθανόμενη δυσφορία λιποθύμησε και μεταφέρθηκε εκτός της δικαστικής αίθουσας. Στην θέση της κλήθηκε να καταθέσει η 51χρονη Δήμητρα Γατέλα, μητέρα της Κωνσταντινιάς η οποία ξεκίνησε να αναφέρει τις συνθήκες υπό τις οποίες γνωρίστηκε το θύμα με τον δράστη.
«Στην Αλιστράτη, μένει ο αδελφός μου με την γυναίκα του. Μία μέρα, πριν 2 χρόνια πήγαμε να τους δούμε. Εκεί η Κωνσταντινιά γνωρίστηκε με τον Ζουρνατζή. Κατόπιν επιστρέψαμε στην Καβάλα, αλλά αυτός δεν την άφησε ήσυχη. Μία μέρα βρήκαμε ένα γράμμα του όπου της έγραψε να πάει κοντά του. Το κορίτσι πήγε και έμεινε στην θεία της» είπε έντονα φορτισμένη η μάρτυρας.
Συνεχίζοντας με λυγμούς ανέφερε ότι ο Ζουρνατζής διέφθειρε την θυγατέρα της, όταν την κάλεσε στην Δράμα.
«Όταν επέστρεψε από την Δράμα, ήρθε μαζί της και η Κωνσταντινιά μας είπε πώς θα αρραβωνιαζόταν. Όση ώρα καθόταν, αυτός δεν έλεγε τίποτε για αρραβώνα. Ύστερα το κορίτσι μου άρχισε να κλαίει και αυτός τότε ομολόγησε ότι την είχε διαφθείρει. Τότε άρχισε να κλαίει κι αυτός. Την αγαπώ την Κωνσταντινιά και θα την πάρω, έλεγε, πρέπει όμως να ειδοποιήσω τον μπαμπά μου».
Η μάρτυς ανέφερε ότι στην συνέχεια μετέβησαν στην Αλιστράτη, αλλά εκεί συνάντησαν την αντίδραση των συγγενών του Ζουρνατζή. Τα αδέρφια του Ζουρνατζή όρμησαν επάνω τους να τους χτυπήσουν, ενώ οι γονείς του τους είπαν πώς αν είχαν 50 000 δρχ. να δώσουν για προίκα, τότε ας τον έπαιρναν τον γιο τους. Μετά από πολλές περιπέτειες η οικογένεια της Κωνσταντινιάς αντελήφθη ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτε και αποφάσισε να διακόψει κάθε επαφή με την οικογένεια του κατηγορούμενου και με τον ίδιο. Μετά από λίγο καιρό ο Ζουρνατζής κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Όταν παρουσιάστηκε, έστειλε στην Κωνσταντινιά μία επιστολή στην οποία έγραφε πώς ότι έγινε, έγινε, ζητώντας να επανασυνδεθούν, για να ζήσουν μαζί. Η ατυχής νεαρή, τον πίστεψε και άρχισε να του στέλνει γράμματα. Ο Ζουρνατζής άρχισε να της ζητάει χρήματα. Η Κωνσταντινιά άρχισε να εργάζεται, και τα χρήματα που έβγαζε, τα έστελνε σ’ αυτόν.
«Το καημένο το κορίτσι μου, του έστειλε μία φορά ένα 50άρικο και τότε αυτός της απάντησε “τι μου το έστειλες το πενηντάρικο, για πασατέμπο;. Μετά από αυτό, άρχισε να του στέλνει 100άρικα. Αυτός τότε της έγραψε σ’ ευχαριστώ, στείλε μου όμως και κανένα δεματάκι. Άρχισε λοιπόν το παιδί μου να του στέλνει συνεχώς δέματα».
Κατόπιν η μάρτυς κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος έλαβε άδεια από την μονάδα του, και πήγε στην Καβάλα όπου αρραβωνιάστηκε την Κωνσταντινιά. Τα δαχτυλίδια των αρραβώνων τα αγόρασε η Κωνσταντινιά με δικά της χρήματα. Αλλά μετά από λίγο καιρό η οικογένεια Γατέλα πληροφορήθηκε ότι ο Ζουρνατζής ο οποίος μετατέθηκε στην Θεσσαλονίκη, είχε αρραβωνιαστεί μία άλλη κοπέλα με το όνομα Μαρία Βαλαβάνη, η οποία ήταν από τον Άγιο Παύλο Χαλκιδικής. Μετά από αυτό, η Κωνσταντινιά με τον ξάδερφο της πήγαν στην Θεσσαλονίκη και διέλυσαν τον αρραβώνα με την Βαλαβάνη, γεγονός που εξόργισε τον Ζουρνατζή. Την Μεγάλη Τρίτη η Κωνσταντινιά αναχώρησε από την Καβάλα με προορισμό την Θεσσαλονίκη, όπου τον συνάντησε και την δολοφόνησε.
Μετά το πέρας της κατάθεσης της Δήμητρας Γατέλα, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου ζήτησε ολιγόωρη διακοπή της δίκης για να αποφορτιστεί το κλίμα.
Κατάθεση του Ιατροδικαστή
Στις 17.30 όταν μπήκαν οι στρατοδίκες ξανά στην αίθουσα για να συνεχιστεί η εκδίκαση της υπόθεσης, κλήθηκε να καταθέσει ο Ιατροδικαστής κ. Ρεβύθης, η οποία κράτησε περίπου τρεις ώρες.
«Εκλήθην την 9 π.μ. της ημέρας του Πάσχα, ειδοποιηθείς τηλεφωνικώς από το 7ο Αστυνομικό Τμήμα και μετέβη μαζί με τον εισαγγελέα Αγγελίδη στο σημείο εκείνο του δάσους Σεϊχ Σου, όπου βρέθηκε το πτώμα μίας νεαρής γυναίκας. Αρχικά έγινε αυτοψία του χώρου, όπου βρέθηκε το πτώμα και ακολούθως μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο, για την διενέργεια της νεκροψίας. Το πτώμα ήταν ημίγυμνο, σε θέση πρηνή, καλυμμένο με κλαδιά πεύκης, φύλλων και χωμάτων. Στον πέριξ χώρο του πτώματος, βρέθηκαν κηλίδες αίματος, ενώ στον λαιμό του το θύμα είχε την κυλόττα του, εμποτισμένη με αίμα».
«Κατά την διενεργηθείσα μετέπειτα νεκροψία, διαπιστώθηκε ότι το θύμα έφερε τραύμα στο λαιμό, το οποίο είχε προκληθεί από αιχμηρό όργανο, πιθανότατα μαχαίρι. Ο δράστης είχε «περιστρέψει» το φονικό όργανο όταν το βύθισε στο λαιμό του θύματος, για να προκαλέσει την καταστροφή περισσότερων αγγείων, μαλακών μορίων κλπ. Στο πρόσωπο του θύματος διαπιστώθηκαν εκδορές, οι οποίες προκλήθηκαν από την πίεση των δαχτύλων του δράστη. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο δράστης με το αριστερό του χέρι ακινητοποίησε το κεφάλι της κοπέλας και ακολούθως με το δεξί του χέρι της κατάφερε το πλήγμα με το αιχμηρό όργανο. Επειδή όμως δεν είχαν τρωθεί ζωτικά αγγεία εκείνη την στιγμή, παρ’ όλη την βιαιότητα του χτυπήματος, το θύμα δεν πέθανε. Για τον παραπάνω λόγο ο δράστης άρχισε να στραγγαλίζει το θύμα, το οποίο όμως δεν απεβίωσε αμέσως. Το θύμα στην προσπάθεια του να αναπνεύσει, κατάπινε το αίμα της, το οποίο εντοπίστηκε στα πνευμόνια, στο στομάχι και στο λεπτό της έντερο».
Ο Ιατροδικαστής συνεχίζοντας την κατάθεση του ανέφερε ότι από την βιαιότητα των χτυπημάτων που έφερε το θύμα, ήταν προφανές ότι δέχτηκε επίθεση ενώ καθόταν αμέριμνο δίπλα στον δράστη. Αυτός έπεσε με ορμή επάνω της, της ακινητοποίησε αστραπιαία το κεφάλι και τα χέρια, και την κάρφωσε με το μαχαίρι. Στην συνέχεια χωρίς να βγάλει το μαχαίρι, της προκάλεσε δεύτερο, βαθύτερο τραύμα από το πρώτο, «στρίβοντας» το μαχαίρι. Από την εξέταση, δεν διαπιστώθηκε ότι το ζευγάρι ήρθε σε επαφή πριν το έγκλημα, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του δράστη. Ο Ιατροδικαστής τέλος ανέφερε ότι ο δράστης εκτέλεσε την πράξη της δολοφονίας, με ηρεμία και ψυχραιμία.
ΠΡ: Μήπως ο κατηγορούμενος παρουσιάζει καμία ψυχική ανωμαλία
Μ: Ενήργησε με ψυχραιμία. Δεν παρουσιάζει καμία υποψία για ψυχικό νόσημα.
ΠΡ: Αν προ δεκαετίας ο δράστης έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι του, είναι δυνατόν από τότε να εμφανίζει ροπή προς το έγκλημα;
Μ: Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο.
ΕΠΙΤΡ: Την στιγμή κατά την οποία ο δράστης κατάφερε το πρώτο πλήγμα στο θύμα, δεν αντέδρασε, δεν αμύνθηκε;
Μ: Το ένα χέρι, ήταν ακίνητο, το άλλο δεν ήταν σε θέση να το χρησιμοποιήσει ελεύθερα.
Ο Ιατροδικαστής για να γίνει πιο σαφής ως προς το τραύμα και τον τρόπο που ο δράστης το προκάλεσε στο θύμα, παρουσίασε στο δικαστήριο τον λάρυγγα με την γλώσσα του θύματος, τα οποία διατηρούσε σε φορμόλη.
Η Κατάθεση Λοχαγού
Μετά την κατάθεση του Ιατροδικαστή, έγινε ένα διάλειμμα 15 λεπτών και στην συνέχεια κλήθηκε να καταθέσει ο Διοικητής του κατηγορούμενου Λοχαγός Αναστ. Χατζηχρόνογλου. Ο μάρτυρας ανέφερε στην αρχή, ότι την παραμονή της ημέρας του εγκλήματος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την πύλη του στρατοπέδου, μέσω του οποίου πληροφορήθηκε ότι κάποια νεαρή κοπέλα ζητούσε τον Ζουρνατζή. Τότε ειδοποιήθηκε ο κατηγορούμενος, ο οποίος δήλωσε ότι είναι κάποια δεσποινίς την οποία δεν ήθελε να δει. Η κοπέλα, η οποία ήταν η Κωνσταντινιά Γατέλα, παρακάλεσε έναν λοχία της ΕΣΑ, ο οποίος την οδήγησε στο γραφείο της στρατιωτικής αστυνομίας.
«Από κει με ειδοποίησαν πάλι, ότι η δεσποινίς ήταν η μνηστή του. Την κάλεσα στο γραφείο μαζί με τον λοχία. Τον ρώτησα τότε, αν γνωρίζει την κοπέλα, και εκείνος απάντησε ότι την γνωρίζει, αλλά δεν ήταν μνηστή του. Τότε η νεαρά έπεσε στα γόνατα, αγκάλιασε τα πόδια του, κι άρχισε να τον παρακαλεί να συμφιλιωθούνε. Αυτός όμως παρέμεινε απαθής, την απώθησε και δήλωσε ότι δεν θέλει ούτε να την δει. Στην συνέχεια τους παρέλαβε ένας λοχίας της ΕΣΑ και τους οδήγησε στον διοικητή της Στρατιωτικής Αστυνομίας».
Στην συνέχεια ο μάρτυρας κατέθεσε ότι την επομένη συνάντησε τον Ζουρνατζής στον λόχο και του ανέθεσε ορισμένες υπηρεσίες, τις οποίες και εκτέλεσε. Αυτό έγινε το Σάββατο. Το πρωί της Κυριακής, ο Διοικητής της ΕΣΑ τον κάλεσε και τον ρώτησε αν είχε στην δύναμη του λόχου του κάποιον λοχία Ζουρνατζή. ο Λοχαγός απάντησε καταφατικά και τότε ο διοικητής της ΕΣΑ του ανέφερε το γεγονός της δολοφονίας της Γατέλα.
ΠΡ: Δεν μάθατε ότι ο λοχίας εγκατέλειψε την θέση του, ενώ ήταν υπηρεσία;
Μ: Το έμαθα μετά τα γεγονότα. Ήταν οι ώρες τέτοιες, που δεν συνέβη κάτι, η να παρουσιαστεί κάποια ανωμαλία, ώστε να αποκαλυφθεί η απουσία του.
ΠΡ: Από την Πέμπτη, μέχρι την Κυριακή, ο λοχίας πως σας φαινόταν; Η συμπεριφορά του, ήταν ύποπτη;
Μ: Όχι, Δεν κίνησε την υποψία κανενός.
ΠΡ: Μήπως δεν ήταν λογικός;
Μ: Ποτέ δεν έδειξε τέτοια συμπεριφορά, ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα αυτό.
Η Κατάθεση Επιλοχία
Ο Πρόεδρος στην συνέχεια κάλεσε για κατάθεση τον επιλοχία της Ε.Σ.Α, Κοσμ. Φάσα για να καταθέσει την δική του μαρτυρία σχετικά με τα όσα γνώριζε.
«Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης βγήκα από την πύλη του στρατοπέδου και πήγα να αγοράσω τσιγάρα. Καθώς προχωρούσα, είδα μία νεαρή κοπέλα να με κοιτάζει. Όταν επέστρεψα με πλησίασε και μου είπε, Εσάς θέλω κύριε. Θέλω να ειδοποιήσετε ένα λοχία, γνωστό μου, που μόλις με είδε, γύρισε πίσω και έφυγε. Θέλω να καταθέσω κάποιο σοβαρό πράγμα που έχει συμβεί. Την πήρα και καθ’ οδόν μου διηγήθηκε την ιστορία της. Κατόπιν την πήγα στον διοικητή του λοχία. Εκεί την εξέτασε ο κ. Διοικητής και ακολούθως κάλεσε τον Ζουρνατζή στο γραφείο του. Ο λοχίας δεν παραδέχτηκε ότι ήταν μνηστήρας της κοπέλας και την κατηγόρησε ότι ζητούσε να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί της, αλλά αυτός δεν ήθελε. Τότε η νέα γονάτισε και τον παρακαλούσε να την συγχωρήσει. Αυτός την απώθησε λέγοντας της άσε με ήσυχο. Μετά από αυτό, οδήγησα το ζευγάρι ενώπιον του Διοικητή της Ε.Σ.Α. Εκεί δόθηκαν ορισμένες εξηγήσεις και ο Ζουρνατζής με την Γατέλα αναχώρησαν, με την υπόσχεση ότι θα παρουσιάζονταν εκ νέου την επόμενη μέρα ενώπιον του κ. Διοικητή. Την επόμενη μέρα, όμως δεν εμφανίστηκαν.
ΕΠΙΤΡ: Μήπως όταν ο κ. Διοικητής εξέτασε τον Ζουρνατζή, η νέα κοπέλα, η οποία βρισκόταν στο διπλανό γραφείο, λιποθύμησε;
Μ: Πράγματι, λιποθύμησε.
Ο μάρτυρας στο τέλος της κατάθεσης του ανέφερε ότι την επόμενη μέρα του Πάσχα ρώτησε τον κατηγορούμενο τι έγινε με το ζήτημα της κοπέλας. Τότε ο Ζουρνατζής απάντησε ότι “τακτοποίησε την υπόθεση, ότι την έστειλε στην Καβάλα.
Κατάθεση Διοικητή Ε.Σ.Α
Τελευταίος μάρτυρας πριν την διακοπή της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσε ο Διοικητής της Ε.Σ.Α Θεσσαλονίκης, Ταγματάρχης Κων. Γκουρλής.
«Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης ήρθε στο γραφείο μου ο επιλοχίας λόχου Φάκας συνοδεύοντας την Κωνσταντινιά Γατέλα, η οποία ανέφερε ότι ήταν εδώ και 3 χρόνια μνηστευμένη με τον Λοχία Ζουρνατζή, και ότι αυτός παράλληλα είχε μνηστευτεί μία άλλη γυναίκα. Τότε κάλεσα τον Λοχία στο γραφείο μου. Όταν παρουσιάστηκε ενώπιον μου, δήλωσε ότι με την Κωνσταντινιά είχε μία “απλή γνωριμία” διαψεύδοντας ότι ήταν μνηστήρας της. Μάλιστα πρόσθεσε ότι η νέα αυτή πήγαινε με διάφορους άντρες στην Καβάλα, προσπαθώντας να την σπιλώσει ηθικώς. Επιδιώκοντας να τους συμβιβάσω, αντιλήφθηκα ότι η κοπέλα είχε δίκιο. Τους συνέστησα να με επισκεφθούν την επόμενη μέρα, αλλά αυτό δεν έγινε. Όπως μου ανέφερε ένας στρατιώτης ο οποίος συνάντησε την Κωνσταντινιά στην πύλη του στρατοπέδου όταν έφευγε την ρώτησε αν θα επισκέπτονταν πάλι τον Διοικητή, αυτή απάντησε όχι, το τακτοποιήσαμε το ζήτημα».
«Την Κυριακή του Πάσχα, με ειδοποίησαν πώς με ζητούσαν ότι δύο αξιωματικοί της Ασφάλειας. Πήγα στο γραφείο μου και τότε οι δύο αξιωματικοί με πληροφόρησαν ότι στο Σεϊχ Σου διαπράχθηκε έγκλημα και ότι πλησίον του πτώματος βρέθηκε μία επιστολή που είχε αποστολέα τον λοχία Ζουρνατζή. Κάλεσα τότε τον Λοχαγό κ. Χατζηχρόνογλου και τον ρώτησα, αν γνώριζε τον λοχία αυτόν. Εκείνος με πληροφόρησε, ότι ήταν ο λοχίας που είχα καλέσει στο γραφείο μου, για το ζήτημα της κοπέλας. ΄Ύστερα από αυτό, διέταξα να τον παρακολουθούν στενά. Στην συνέχεια μετέβην στην Ασφάλεια, όπου ανέφερα τα όσα γνώριζα για την υπόθεση Ζουρνατζή. Οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν, και στις 11.30 αποφασίστηκε η σύλληψη του κατηγορούμενου».
Κατόπιν ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο δράστης διασκέδαζε από νωρίς, αμέριμνος στο ΚΨΜ του λόχου του. Μετά την σύλληψη του κατέρρευσε και μετά από ένα τρίωρο, ομολόγησε το έγκλημα του. Κλείνοντας την κατάθεση του, ο μάρτυρας ανέφερε πώς από την παρακολούθηση της ανάκρισης και της αναπαράστασης του εγκλήματος, σχημάτισε την γνώμη πώς ο δράστης είχε προμελετήσει την δολοφονία.
Στις 23.00 το δικαστήριο διέκοψε για την επόμενη ημέρα.
Η κατάθεση του ξαδέρφου
Η διαδικασία συνεχίστηκε την επόμενη ημέρα, στις 08.30 με μία αίθουσα κατάμεστη από κόσμο. Ο Ζουρνατζής είχε προσαχθεί όπως και την προηγούμενη ημέρα σιδηροδέσμιος, φορώντας την θερινή του στολή και κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, κοιτώντας και πάλι το πάτωμα, μην δίνοντας καμία απολύτως σημασία, στο τι συνέβαινε γύρο του. Σε αντίθεση με την πρώτη μέρα που οι ο πατέρας του και τα αδέρφια του δεν τον είχαν πλησιάσει καν, τώρα συνομιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα.
Πρώτος μάρτυρας που κλήθηκε να καταθέσει, ήταν ο Σωτήρης Ισαακίδης, ο ξάδερφος της Κωνσταντινιάς, άνθρωπος που πήγε και βρήκε τον Ζουρνατζή στο στρατόπεδο και του ζήτησε να ξεκαθαρίσει την θέση του.
«Μία μέρα, ήρθε στο σπίτι μας η Κωνσταντινιά και είπε ότι ο Στάθης υπηρετούσε στο Λ.Υ.Β στο Κιλκίς, να πάμε να τον γνωρίσουμε. Πραγματικά, πήγαμε και τον γνωρίσαμε. Όταν τον είδα του είπα επακριβώς “πώς το έκανες αυτό μωρέ Στάθη, η Κωνσταντινιά είναι φτωχό κορίτσι” τότε αυτός απάντησε “μην στεναχωριέσαι εγώ θα την πάρω γυναίκα μου”. Για ένα διάστημα ήταν αγαπημένοι. Ύστερα από λίγο καιρό όμως μάθαμε ότι αρραβωνιάστηκε και με μία άλλη κοπέλα. Πήρα την Κωνσταντινιά και πήγαμε στο σπίτι του Αλέκου Ζουρνατζή, του αδελφού του που έμενε στην Καλαμαριά. Στην ίδια γειτονιά έμενε και ο προξενητής, τον οποίο συναντήσαμε, και του είπαμε τι είχε κάνει ο Ζουρνατζής. Η απάντηση του ήταν “βρε τον παλιάνθρωπο, μας ξεγέλασε”».
«Όταν πήγαμε στο σπίτι του Αλέκου Ζουρνατζή, αυτός ήταν επιθετικός. “Τι θες ρε, άντε πήγαινε από δω. Σας σας ξέρει όλη Καβάλα”».
Στην συνέχεια της κατάθεσης ανέφερε πώς όταν ο πατριός του τον πληροφόρησε για την ανεύρεση της νεκρής κοπέλας, πήγε τότε να βρει τον Ζουρνατζή στην μονάδα και πραγματοποιήθηκε μεταξύ τους ο παρακάτω διάλογος.
«Άκου Στάθη, πότε ήρθε εδώ η Κωνσταντινιά»
«Την Τρίτη το πρωί».
«Από τότε την ξανάδες».
«Όχι δεν την ξανάδα, έλα να καθίσουμε».
Κάθισαν στην άκρη, όμως ο Ισαακίδης, μη ικανοποιημένος από τις απαντήσεις του Ζουρνατζή, τον κοίταξε σοβαρός. Ο Ζουρνατζής χαμογελούσε.
«Πρόσεξε καλά Στάθη, έμαθα ότι σκότωσαν μία κοπέλα στο Σεϊχ Σου, μήπως έκανες καμμιά βλακεία και σκότωσες την Κωνσταντινιά;» τον ρώτησα
«Χαζός είμαι μωρέ Σωτήρη;, Είναι δυνατόν να κάνω τέτοια βλακεία;».
«Καλά, αλλά που θα πάει η υπόθεση με την ξαδέρφη μου;».
«Όταν απολυθώ, θα την πάρω» απάντησε ο Ζουρνατζής.
Κλείνοντας την κατάθεση του, ο μάρτυρας είπε ότι την επόμενη ημέρα πληροφορήθηκε την δολοφονία της ξαδέρφης του.
Η κατάθεση της «Δεύτερης μνηστής»
Μεγάλη έκπληξη προκάλεσε στους παρόντες στην αίθουσα η επόμενη μάρτυρας που ανέβηκε στο έδρανο για να καταθέσει. Ήταν η δεύτερη, 18χρονη «μνηστή» του δράστη, Μαρίκα Βαλαβάνη από τον Άγιο Παύλο Χαλκιδικής. Επρόκειτο για μία ιδιαίτερα σεμνή και ηθική νέα, η οποία ουσιαστικά σώθηκε την τελευταία στιγμή, χάρη στην επέμβαση της άτυχης Κωνσταντινιάς.
«Η αδερφή μου είναι αρραβωνιασμένη στο Καραμπουρνάκι. Από κει γνωρίσαμε την οικογένεια του κατηγορούμενου και έγινε το συνοικέσιο. Τον είδα, τον γνώρισα, και του άρεσα. Ήταν πολύ περιποιητικός και προσπαθούσε να φαίνεται ευγενικός».
ΠΡ: Δεν σας είπε ότι ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με άλλη;
Μ: Όχι, δεν μας είπε τίποτε
Συνεχίζοντας η Βαλαβάνη είπε ότι την 20η Μαρτίου, έλαβε μία επιστολή, από τον κατηγορούμενο, στην οποία μεταξύ άλλων έγραφε «Αυτό το τέρας που ήρθε στην Θεσσαλονίκη και μας αναστάτωσε, δεν είναι τίποτα». Η Βαλαβάνη δεν μπόρεσε να καταλάβει την σημασία των λέξεων αυτών, διότι δεν είχε πληροφορηθεί ακόμη τα επεισόδια, τα οποία σημειώθηκαν στο σπίτι του αδερφού του κατηγορουμένου και στο σπίτι του προξενητή, από την Κωνσταντινιά και τους συγγενείς της.
Την 24η Μαρτίου όμως πληροφορήθηκε τα πάντα από τον αδελφό του δράστη. Κατόπιν αυτού, οι γονείς της διέλυσαν τον αρραβώνα με τον Ζουρνατζή και δηλώσαν ότι δεν ήθελαν να έχουν πλέον καμία σχέση με αυτόν. Οι συγγενείς του κατηγορούμενου όμως προσπάθησαν να τους μεταπείσουν, ότι ο Στάθης ήταν καλό παιδί, και ότι αυτή που παρουσιαζόταν σαν αρραβωνιαστικιά του, ήταν μία «κοινή γυναίκα».
«Τότε εγώ του έγραψα, ότι μεταξύ μας δεν υπήρχε τίποτε πια. Όλα τελείωσαν. Η θέση σου είναι κοντά σε αυτή τη κοπέλα. Λίγο αργότερα διάβασα για το έγκλημα του» είπε η μάρτυρας.
ΠΡ: Του τάξατε προίκα;
Μ: Είκοσι στρέμματα
ΕΠΙΤΡ: Με τον κατηγορούμενο, είχατε και μία τηλεφωνική συνομιλία, είναι αλήθεια ότι σας είπε “προτιμώ να πάρω τον Χάρο, παρά αυτή;”
ΜΑΡ: Ναι μου το είπε.
Η κατάθεση αδελφού

Μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης της Βαλαβάνη, ήρθε η σειρά να καταθέσουν οι μάρτυρες υπερασπίσεως, αρχής γενομένης με τον 27χρονο αδελφό του δράστη. Αυτός κατέθεσε ότι πληροφορήθηκε από τον πατέρα του ότι η αδελφός του τα έμπλεξε με μία κοπέλα την Κωνσταντινιά, η οποία ζήτησε να νομιμοποιήσουν την σχέση τους, ισχυριζόμενη ότι την διέφθειρε ο κατηγορούμενος. Ο Πατέρας Ζουρνατζής παρέλαβε την κοπέλα και την οδήγησε σε κάποιον Ιατρό, ο οποίος διαπίστωσε πράγματι ότι είχε διαφθαρεί. Εν το μεταξύ ο κατηγορούμενος είχε παρουσιαστεί στο στρατό και η σχέση τους διακόπηκε.
«Μία μέρα, όταν ο Στάθης υπηρετούσε στο ΛΥΒ Κιλκίς, ήρθε στο σπίτι μας, κάποια γνωστή μας η οποία μας είπε, είναι καλό παιδί ο Στάθης, να τον αρραβωνιάσουμε με μία γνωστή μου κοπέλα; Ήξερα ότι ήταν ελεύθερος, και έτσι δώσαμε λόγο με την Μαρίκα Βαλαβάνη. Στις 15 ήρθε η Κωνσταντινιά στο σπίτι μας και δημιούργησε επεισόδιο».
ΠΡ: Καλά, εσύ δεν φιλοξένησες ένα βράδυ την Κωνσταντινιά στο σπίτι σου;
Μ: Εγώ έλλειπα τότε και τους φιλοξένησε η μνηστή μου. Όταν γύρισα στο σπίτι, η μνηστή μου, μου είπε “ήρθε ο Στάθης με την Καβαλιώτισσα” κι έμειναν εδώ.
ΠΡ: Δηλαδή δεν ήταν αρραβωνιασμένος ο αδελφός σου μαζί της;
Μ: Δεν άκουσα ποτέ ότι ο αδελφός μου είχε αρραβωνιαστεί στην Καβάλα.
ΠΡ: Τώρα εσύ σαν αδελφός τι λες; Για ποιον λόγο έκανε ο αδελφός σου το έγκλημα;
Μ: Δεν ξέρω. Μου έλεγε πάντως, ότι όπου κι αν πήγαινε τον κυνηγούσαν και τον απειλούσαν.
ΕΠΙΤΡ: ‘Έχει δικαστεί κανένας αδελφός σου;
Μ: Ναι έχει δικασθεί ένας
ΕΠΙΤ: Για ποιον λόγο;
Μ: Τότε στον ανταρτοπόλεμο για κάτι μικροπράγματα.
ΕΠΙΤΡ: Άλλος αδελφός σου, έχει κάνει φόνο εξ αμελείας;
Μ: Ναι, ο Βαγγέλης.
ΕΠΙΤΡ: Πώς έγινε αυτός ο φόνος;
ΜΑΡ: Εκείνη την ημέρα εμείς λείπαμε από το σπίτι. Το βράδυ όταν γυρίσαμε, μάθαμε ότι ο μικρός ενώ έπαιζε με το όπλο, σκότωσε ένα άλλο μικρό από την γειτονιά., τον Φάνο.
Σε σχετική ερώτηση του συνηγόρου κ. Βογιατζάκη, ο μάρτυρας απάντησε ότι ο αδελφός του προ δεκαετίας τραυματίσθηκε σοβαρά στο κεφάλι σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έκτοτε έχει συχνά πονοκεφάλους. Μετά τον αδερφό Ζουρνατζή, κατέθεσε η μνηστή του, Κατίνα Σαγίρη, η οποία είπε ότι γνώριζε τον δεσμό του κουνιάδου της με το θύμα.
“Μία μέρα ο Στάθης πήρε άδεια και ήρθε στο σπίτι μας. Αργότερα βγήκαμε έξω βόλτα όλοι μαζί, κι εκείνος με πήγε στο σπίτι της θείας της Κωνσταντινιάς , όπου μου γνώρισε την φίλη του. Όταν φύγαμε, ήρθε και η Κωνσταντινιά μαζί μας και εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σπίτι μας. Συνεχίζοντας κατέθεσε ότι γνώριζε για τον άλλον αρραβώνα με την Μαρίκα Βαλαβάνη.
ΠΡ: Εσύ πώς πήγες στο σπίτι της θείας της Κωνσταντινιάς, αφού δεν ήταν αρραβωνιασμένοι;
Μ: Ο Στέφος με πήγε.
Μετά την νύφη ανέβηκε να καταθέσει ο δεύτερος αδερφός του Ζουρνατζή ο Μιχάλης, ο οποίος επανέλαβε τα ίδια με τον αδερφό του νωρίτερα.
ΠΡ: Για ποιον λόγο νομίζεις ότι ο αδελφός σου διέπραξε το έγκλημα;
Μ: Δεν ξέρω τι να πώ. Θα έφτασε φαίνεται το πράγμα στο απροχώρητο. Ο Στάθης είναι ο καλύτερος από τους αδελφούς μου.
ΠΡ: Μήπως προκαλούσε μικροκαυγάδες στο χωριό;
Μ: Όχι δεν έκανε.
Κατάθεση Πατέρα

Τελευταίος από τους συγγενείς του δράστη, κατέθεσε ο 67χρονος πατέρας Ζουρνατζής. Ξεκινώντας την κατάθεση του, ανέφερε ότι όταν έμαθε για τον δεσμό του γιου του με το θύμα, μετέβη στην Καβάλα και ζήτησε πληροφορίες από τον αστυνόμο.
“Ο αστυνόμος, μου είπε πώς δεν ήταν τίποτε, ύστερα από λίγο όμως οι συγγενείς της κοπέλας αυτής, ήρθαν στην Αλιστράτη και ζητούσαν να την αρραβωνιάσουμε με το παιδί μου. Τότε εγώ και η γυναίκα μου τους είπαμε να πάει πρώτα στον στρατό, κι όταν γυρίσει, το παντρεύουμε. Εκείνοι όμως επέμεναν, να γίνουν οι αρραβώνες, διαφορετικά, θα μας έριχναν βιτριόλι. Ύστερα από αυτό πήγαμε στην αστυνομία, όπου η κοπέλα δήλωσε ότι την είχε διαφθείρει ο γιος μου.
ΠΡ: Γιατί πήγατε την Κωνσταντινιά στον γιατρό;
Μ: Γιατί έλεγε ότι την διέφθειρε
ΠΡ: Είπες στον γιο σου να μην την πάρει γυναίκα του;
Μ: Όχι, τον άφησα ελεύθερο
ΕΠΙΤ: Τότε γιατί ασχολήθηκες μαζί της και την πήγες στο γιατρό;
Μ: Επειδή έκανε φασαρίες…
ΕΠΙΤΡ: Ξέρεις ότι ένας άλλος από τους επτά γιους σου, όταν έμαθε ότι ο Στάθης έκανε έγκλημα, φώναζε πώς ήθελε να τον σκοτώσει, γιατί σας ντρόπιασε;
Μ: Δεν το ξέρω
Μάρτυρες Υπεράσπισης
Ως πρώτος μάρτυρας υπερασπίσεως κατέθεσε ο χωροφύλακας Δημ. Χρυσοστομίδης, ο οποίος κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν καλό παιδί. Ανέφερε πώς το θύμα μαζί με τους συγγενείς του, πράγματι επισκέφθηκαν την Αλιστράτη και ζητούσε από τον κατηγορούμενο να την νυμφευθεί. Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσε πλήθος συντοπιτών του κατηγορούμενου, οι οποίοι επί της πράξεως του κατηγορουμένου δήλωσαν παντελή άγνοια, όπως και επί οποιουδήποτε στοιχείου που αφορούσε την υπόθεση.
Τελευταίος των κατοίκων της Αλιστράτης, κατέθεσε ο Πρόεδρος της Κοινότητας Στεφ. Γούναρης, ο οποίος είπε ότι ο Ζουρνατζής προ της διαπράξεως του εγκλήματος, θεωρείτο ως ένας από τους «καλούς» νέους του χωριού. Είχε μάλιστα κατορθώσει να φτιάξει δικό του ραφείο και έβγαζε χρήματα. Όταν πληροφορήθηκαν ότι αυτός διέπραξε το έγκλημα στο Σεϊχ Σου, εξεπλάγησαν όλοι.
Απολογία του Δράστη

Μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεων όλων των μαρτύρων, το δικαστήριο διέκοψε την ακροαματική διαδικασία για 15 λεπτά. Μετά την επανέναρξη της δίκης, κλήθηκε ο κατηγορούμενος Ζουρνατζής για να απολογηθεί.
Η απολογία του Ζουρνατζή είχε ως βάση δύο στοιχεία. Πρώτον ότι το θύμα τον καταδίωκε παντού επιζητούσα τον έρωτα του, και αυτός την δεχόταν από λύπη, και δεύτερον ότι ο φόνος, διαπράχθηκε «κατά λάθος».
«Η υπόθεση αυτή άρχισε τον Αύγουστο του 1958. Ήταν η γιορτή της Παναγίας. Το πρωί είχα πάει σε μερικά χωριά της περιοχής μας, για να συγκεντρώσω χρήματα από διάφορους πελάτες μου. Γύρισα στην Αλιστράτη κατά τις 21.00 το βράδυ και πήγα σε ένα κέντρο, που βρίσκεται στην πλατεία. Εκεί βρισκόταν η Κωνσταντινιά με μία θεία της μαζί με έναν συμπέθερος της, που ήταν φίλος μου. Αυτός με κάλεσε στο τραπέζι, συστήνοντας με στις κοπέλες. Χορέψαμε με την Κωνσταντινιά και συζητήσαμε για διάφορα πράγματα. Εκείνο το βράδυ δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας. Την άλλη μέρα με συνάντησε πάλι και μου πρότεινε να πάμε να καθίσουμε κοντά σε ένα μοναστήρι που βρίσκεται έξω από την Αλιστράτη. Εγώ δεν πήγα μαζί της, γιατί ο συμπέθερος της, ήταν παράλληλα φίλος μου, δεν ήθελα να εκτεθώ σ’ αυτόν. Την Κυριακή ξανασυναντηθήκαμε και πήγαμε πάλι στο κέντρο. Την Δευτέρα φύγανε, χωρίς να γίνει τίποτε. Στο ραφείο μου όμως, από όπου είχε περάσει η Κωνσταντινιά, βρήκα ένα γράμμα της, που μ’ άφησε σ’ ένα κουτί σπίρτα. Θέλω να συνάψουμε σχέσεις. γιατί έμαθα πώς είσαι καλός άνθρωπος” έγραφε. Της έγραψα τότε ένα γράμμα στην Καβάλα, με το οποίο την πληροφορούσα, πως αυτό που μου πρότεινε δεν ήταν σωστό, γιατί ήμουν φίλος του συμπέθερου της».
Συνεχίζοντας την απολογία του, είπε ότι του απέστειλε κι άλλες επιστολές, μέσω των οποίων τον καλούσε να μεταβεί στην Καβάλα, για να συναντηθούν. Τελικά υπέκυψε και μετέβη πράγματι στην Καβάλα, όμως και αυτή τη φορά, έμειναν απλώς φίλοι, ώσπου του έγραψε γράμμα ζητώντας του να μεταβεί στην Δράμα, για να την συναντήσει. Επειδή επρόκειτο να αγοράσει εμπορεύματα από την Δράμα, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι.
«Στις 29 Σεπτεμβρίου 1958, συναντήθηκα με την Κωνσταντινιά στην Δράμα. Καθίσαμε σε ένα μαγειρείο, όπου έφαγα μόνο εγώ, γιατί εκείνη δεν ήθελε. Μετά μου πρότεινε να βγούμε έξω από την πόλη. Πήγαμε λίγο πιο πέρα απ’ το γυμναστήριο και εκεί συνουσιάστηκα μαζί της. Μετά σηκωθήκαμε και φύγαμε. Όταν φτάσαμε στην πόλη, η Κωνσταντινιά άρχισε να μου λέει ότι άργησε και ότι θα έφτανε αργά στην Καβάλα, με συνέπεια να την μαλώσουν οι δικοί της. Ύστερα από πολλά παρακάλια, δέχτηκα να πάω μαζί της. Όταν φτάσαμε στην Καβάλα, πήγαμε στο σπίτι της θείας της. Εκεί τους είπα ότι η Κωνσταντινιά ήταν μαζί μου και με φιλοξένησαν πολύ καλά. Όμως φαίνεται ότι το πράγμα ήταν προμελετημένο, γιατί το πρωί με πήγαν στην αστυνομία και με κατηγόρησαν ότι εγώ διέφθειρα την κόρη τους, και το κατέστρεψα, όπως ωρυόταν η μητέρα της. Εγώ αρνήθηκα την κατηγορία ότι την διέφθειρα και είπα ότι είναι καλό κορίτσι και μπορεί να την πάρω γυναίκα μου.»
Στην συνέχεια ο κατηγορούμενος είπε ότι την ίδια μέρα επέστρεψε στην Αλιστράτη, αλλά σε λίγες μέρες οι κατηγορίες της οικογένειας, έφτασαν και εκεί. Από τότε, τόσο το θύμα, όσο και οι συγγενείς της, δεν τον άφησαν ήσυχο ούτε μία μέρα. Μετέβησαν στην Αλιστράτη, δημιούργησαν επεισόδια, επειδή δεν γινόταν δεκτή η πρόταση για τους αρραβώνες από την οικογένεια Ζουρνατζή. Το ίδιο έπραξαν και στην οικία του αδερφού στην Καλαμαριά. Τελικώς παρουσιάστηκε στον στρατό. Τότε έλαβε μία επιστολή, στην οποία ανέφερε πώς αν δεν την νυμφευτεί, θα τερμάτιζε την ζωή του. Ανέφερε ότι φοβήθηκε, μήπως πραγματοποιήσει την απειλή της, και συνέχισε να αλληλογραφεί μαζί της. Παραδέχτηκε ότι του έστελνε χρήματα και διάφορα δέματα.
Όταν μετατέθηκε στα Λ.Υ.Β στο Κιλκίς, τον επιστέφθηκε εκεί η Κωνσταντινιά με έναν ξάδελφο της. Αυτός τότε της δήλωσε ότι δεν έπρεπε να ελπίζει ότι θα την νυμφευτεί. Μετά από λίγο καιρό ο δράστης μετατέθηκε στο Δροσερό. Κατά το διάστημα το οποίο υπηρετούσε εκεί, αρραβωνιάστηκε την Μαρίκα Βαλαβάνη. Όταν το έμαθε η Κωνσταντινιά, πήγε στο Δροσερό να τον συναντήσει.
«Τι θέλεις πάλι εδώ» την ρώτησε ψυχρά ο Ζουρνατζής.
«Έμαθα ότι αρραβωνιάστηκες» απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια η Κωνσταντινιά
«Και λοιπόν, μήπως ήρθες να με συγχαρείς” απάντησε ειρωνικά ο Ζουρνατζής.
«Γιατί αρραβωνιάστηκες Στάθη; Εμένα δεν με σκέφτηκες» ρώτησε έτοιμη να βάλει τα κλάματα, όμως πίεσε τον εαυτό της, να μην του δώσει την ικανοποίηση.
«Σου το είπα από την αρχή. Δεν σε παίρνω, γιατί δεν χρησιμοποίησες τίμια μέσα για να με κατακτήσεις» αποκρίθηκε σχεδόν περιφρονητικά.
Ο Κωνσταντινιά αναχώρησε, αφού τον απείλησε ότι θα είχαν κακά ξεμπερδέματα..
«Πράγματι, κατάφερε να διαλύσει τον αρραβώνα μου με την Μαρίκα Βαλαβάνη» είπε ο Ζουρνατζής.
«Μετά από λίγες μέρες Μετατέθηκα στην Θεσσαλονίκης, αλλά και εδώ με βρήκε ο Κωνσταντινιά, και άρχισε να πιέζει να την παντρευτώ. Για να το καταφέρει, έκανε διαβήματα και στους ανωτέρους μου. Έτσι φτάσαμε στην Μεγάλη Εβδομάδα. Την Μεγάλη Τρίτη εξομολογήθηκα και μετά κοινώνησα σαν καλός χριστιανός. Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης ήρθε στον λόχο και με συνάντησε πάλι η Κωνσταντινιά» είπε ο Ζουρνατζής.
«Τα είπαμε χθες βράδυ, γιατί με ξαναενοχλείς» ρώτησε ενοχλημένος ο Ζουρνατζής.
«Αν ξαναπείς ότι δεν θα με πάρεις, εγώ δεν ξαναγυρνώ στην Καβάλα. Θα κάνω κακό στον εαυτό μου» απάντησε αποφασισμένα η κοπέλα.
«Εντάξει περίμενε με εδώ, θα γυρίσω σε λίγα λεπτά» είπε ο Ζουρνατζής και έκανε μεταβολή για να γυρίσει στον λόχο.
Έβγαλε την εξάρτηση του, και γύρισε πίσω, για να συναντήσει και πάλι την Κωνσταντίνα.
«Ξεκινήσαμε από την οδό Νοσοκομείου και προχωρήσαμε προς την Τριανδρία. Επειδή ήταν κεντρικός ο δρόμος φοβήθηκα να μη με συλλάβει η ΕΣΑ. Γι’ αυτό μπήκαμε σ’ ένα στενό δρομάκι, που μας έβγαλε έξω από την πόλη και μπήκαμε στο δάσος. Τότε η Κωνσταντινιά άρχισε να μου λέει “Δεν θα σε αφήσω ήσυχο, ότι και να κάνεις”. Εγώ εν το μεταξύ της απαντούσα, ότι δεν ήταν σωστά πράγματα αυτά που έκανε. Θελήσαμε να καθίσουμε κάπου, αλλά μας πήραν από πίσω μερικά παιδιά, τα οποία άρχισαν να μας κοροϊδεύουν . Έτσι αναγκαστήκαμε να προχωρήσουμε βαθύτερα στο δάσος. Ένα μικρό μονοπάτι, μας έβγαλε στο σημείο όπου έγινε το κακό. Στο δρόμο η Κωνσταντινιά, επειδή ζεστάθηκε, έβγαλε την ζακέτα της. Όταν φτάσαμε, έβγαλε και το φόρεμα της, για να μην το τσαλακώσει. Καθίσαμε δίπλα -δίπλα, και εκείνη άρχισε πάλι τα δικά της…
«Τι θα γίνει Στάθη, τι θα γίνει με την υπόθεση μας» ρώτησε επανειλημμένα.
«Σε λίγο όμως “μαλάκωσε” και συνουσιάστηκα μαζί της. Κατόπιν μου είπε “μόνο για αυτό είσαι” και έβγαλε μέσα από την τσάντα της ένα γράμμα.
«Ήταν το τελευταίο που της είχα στείλει» είπε ο Ζουρνατζής.
Πήρε το γράμμα από τα χέρια της, και έκανε πως το διάβαζε και μετά το ξέσκισε και το πέταξε. Εκείνη έγινε έξαλλη και άρχισε να με βρίζει.
«Θα γυρίσω με όλους τους άντρες και μετά θα γυρίσω να παντρευτώ εσένα». Με εκνεύρισε αφάνταστα. Αναγκάστηκα να της δώσω ένα χαστούκι. Αυτή συνέχισε να με βρίσει. Εν τω μεταξύ είχα βγάλει το σουγιαδάκι μου, και για να δώσω τόπο στην οργή, έκοβα με αυτό τα χόρτα που ήταν γύρω μου. Όταν πια η συμπεριφορά της απέναντι μου έφτασε στο απροχώρητο, χωρίς να ξέρω τι κάνω και ξεχνώντας ότι κρατούσα το σουγιαδάκι, σήκωσα το χέρι μου. για να την χτυπήσω. Άκουσα τότε ένα “ωχ” και την είδα να πέφτει προς τα πίσω. Το σουγιαδάκι, είχε χωθεί στον λαιμό της. Όταν είδα το αίμα να βγαίνει από την πληγή, πέταξα το σουγιαδάκι και έβαλα πάνω σ’ αυτή την κυλόττα της, για να σταματήσει η αιμορραγία. Έτρεξα προς το ρέμα για να βρω νερό, μα δεν βρήκα. Γύρισα πίσω και είδα την Κωνσταντινιά να παίρνει βαθιές αναπνοές. Σιγά – σιγά, όμως σταμάτησε να ανασαίνει. Καθόμουν από πάνω της σαν χαμένος και δεν ήξερα τι να κάνω. Όλα είχαν θολώσει γύρω μου».
«Ύστερα από λίγα λεπτά, κατάλαβα ότι δεν είχε ζωή πια. Την σήκωσα τότε στην αγκαλιά μου και την έβαλα κάτω από ένα θάμνο. Επειδή ήταν μισόγυμνη, την σκέπασα με κλαδιά. Άρπαξα κατόπιν τα πράγματα της, κι άρχισα να τρέχω σαν τρελός. Όταν απομακρύνθηκα αρκετά έκρυψα τα πράγματα της κάτω από κάτι πέτρες. Άνοιξα μετά το πορτοφόλι της, γιατί ήξερα πώς είχε μέσα φωτογραφίες δικές μου. Τις πήρα και τις ξέσκισα. Βρήκα επίσης 300δρχ. Σκέφτηκα πώς δεν ήταν σωστό να τις πετάξω. Τα κράτησα για να τα στείλω στο σπίτι της Κωνσταντινιάς. Φοβήθηκα, όμως να το κάνω, όταν έφτασα στο στρατόπεδο, κι έτσι έμειναν επάνω μου».
Ακολούθως ο κατηγορούμενος είπε ότι έφτασε σε κακή κατάσταση στον λόχο του, και έπεσε στο κρεβάτι του. Οι επόμενες ημέρες ήταν μαρτυρικές γι΄αυτόν, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του. Την ημέρα του Πάσχα, οι τύψεις τον κυρίευσαν και άρχισε να πίνει κρασί «για να λησμονήσει» το έγκλημα του. Έκλεισε την απολογία του λέγοντας «Γνωρίζω ότι το έγκλημα το οποίο διέπραξα είναι βαρύ. Θέλω να πιστέψετε όμως, ότι ποτέ μου δεν σκέφτηκα να σκοτώσω την κοπέλα. Πάντοτε εγώ έδινα θάρρος. Την σκότωσα χωρίς να το θέλω. Λυπάμαι αφάνταστα γι’ αυτό που έγινε. Λυπάμαι που έχασε την ζωή της η Κωνσταντινιά, λυπάμαι για την μάνα της» είπε χωρίς κανένα ίχνος συναισθήματος ο κατηγορούμενος.
Κατόπιν ο κατηγορούμενος άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις του πρόεδρου του στρατοδικείου και στην συνέχεια διακόπηκε η ακροαματική διαδικασία.
Ο Βασιλικός επίτροπος
Η συνεδρίαση επαναλήφθηκε την επόμενη ημέρα στις 08.30 το πρωί και ο Πρόεδρος του στρατοδικείου, ο Συνταγματάρχης Ευτ. Παίων, κάλεσε τον κατηγορούμενο να σηκωθεί για να απαντήσει σε ερωτήσεις του βασιλικού επιτρόπου και των Στρατοδικών. Στις 10.00 έλαβε τον λόγο ο βασιλικός επίτροπος, συνταγματάρχης Δημ. Σπυρόπουλος, του οποίου αγόρευση κράτησε πάνω από 2 ώρες, μέσω της οποίας ανέλυσε, επιχειρηματολογώντας την προμελέτη του εγκλήματος από μέρους του δράστη. Αξίζει να την παραθέσουμε αυτούσια, καθώς αποτελεί καταπέλτη κατά του Ζουρνατζή.
«Αν δεν είχαμε την εμπεριστατωμένη πραγματογνωμοσύνη του Ιατροδικαστή κ. Ρεβύθη και πάλι θα υποστήριζα τον φόνο εκ προμελέτης. Η υπεράσπιση θα σας αναφέρει απόψεις και εκδοχές αντίθετες του ιατροδικαστή, και θα επικαλεσθεί συγγράμματα επιφανών καθηγητών, αλλά η κατηγορούσα αρχή πιστεύει τον ιατροδικαστή, διότι αυτός εξέτασε τον λαιμό του θύματος, και προέβη στην νεκροψία του θύματος, όχι οι καθηγητές. Η κατάθεση του υπήρξε πλήρης και σαφής. Αλλά και χωρίς την πραγματογνωμοσύνη αυτή, η οποία επαλήθευσε την κατηγορία, και πάλι θα υποστήριζα την κατηγορία του φόνου. Έχουμε ως πειστήριο τον ίδιο το λαιμό του θύματος ο οποίος σας επιδείχθηκε στην αίθουσα, και βεβαιωθήκατε με τα ίδια σας τα μάτια. Είδατε τις 2 τομές, βλέπετε και το μαχαιράκι το οποίο είναι το υποτιθέμενο φονικό όργανο. Είναι δυνατόν, με αυτό το μικρό μαχαιράκι να επιφέρει τον θάνατο, με ένα μόνο χτύπημα; όχι χρειάστηκαν πολλαπλά χτυπήματα».
«Ο άνθρωπος ο οποίος ανέλαβε να ασχοληθεί με την ανατομία της ψυχής του κατηγορουμένου, είπε ότι στην ακαλλιέργητη αυτή ψυχή, δεν βρίσκονται τύψεις, ούτε καν ανησυχίες. Η μετεγκληματική αδιαφορία του είναι το σύμπτωμα της ηθικής αναισθησίας του, γεγονός που αποτελεί την σφραγίδα του χαρακτήρα του. Ο άνθρωπος που μετά από ένα τέτοιο έγκλημα δείχνει τέτοια αταραξία, η κατορθώνει να δείξει τέτοια, πρέπει να έχει τον εξοπλισμό άγριου ζώου. Δεν μίλησε προς την ψυχή αυτή ποτέ οίκτος. Στην σκοτεινή του έκφραση, είναι δυσεξήγητος ο φυσικός του κόσμος. Φέρει το στίγμα του είδους του εγκλήματος του. Ποιος ξέρει και σε ποια εποχή, ποια φλέβα εκφυλισμένου αίματος θηλυμανούς Αθιγγάνου, συνενώθηκε με το ανυπότακτο αίμα αγροίκου προγόνου του. Μίξη για την οποία βέβαια αυτός είναι εντελώς αθώος»
Κατόπιν απευθυνόμενος προς τον κατηγορούμενο είπε:
«Της επιτέθηκες σαν λύκος και της κατέκοψες τον λαιμό. Τόσο δυνατά, όσο δυνατό ήταν και το μίσος σου. Της έσφιγγες τον λαιμό, έως όπου να σταματήσεις την ζωή της. Και δεν θα το πετύχαινες, απ’ όλη την δύναμη σου, παρ’ όλη την επιθυμία σου, εάν δεν την άφηνες μετά το πρώτο χτύπημα. Εάν δεν επέμενες, θα ζούσε. Θα γινόταν καλά, κι ας υπέφερε. Συνηθισμένη ήταν και να είσαι βέβαιος, ότι και πάλι θα σε ήθελε, παρά τον κομμένο λαιμό της. Θα ακολουθούσε, θα ανεχόταν αυτόν τον οποίο είχε την ατυχία να είσαι. Θα σε υπέμενε, θα σε αγαπούσε, και ως δήμιο της. Αλλά την λυπήθηκε ο Θεός και την πήρε μέσα από τα χέρια σου. Και τώρα σε ακολουθεί η σκιά της. Μέσα σε αυτή την αίθουσα, της κρίσεως σου, κρίνεται και αυτή. Ίσως να σε έχει συγχωρήσει. Ένα μόνο δεν θα σου συγχωρούσε. Να νυμφευθείς αντ’ αυτής κάποια άλλη. Της ανήκεις και σε καμία άλλη δεν θα σε παρέδιδε. Σε αγαπούσε και αυτό ήταν το μόνο της αμάρτημα της. Σε ακολούθησε όπως της είπες, στην εκείνη την χαράδρα.»
«Της οφείλεις τώρα και εσύ την ζωή σου. Να πας να την βρεις, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Να την βρεις και να της ζητήσεις συγνώμη, για να εξιλεωθείς. Έπρεπε να το κάνεις μόνος σου λοχία Ζουρνατζή. Εάν σου είχε απομείνει ίχνος ανδρισμού, έπρεπε να είχες θέσει τέρμα στη ζωή, μόνος σου. Είχες τα όπλα για να το πράξεις, μέχρι το απόγευμα του Πάσχα. Μία μέρα θα σε περιμένει το στρατιωτικό απόσπασμα της τιμωρίας σου, αποτελούμενο από κατωτέρους σου. Να είσαι βέβαιος. Δεν θα έχεις διακριτικά, ούτε θα φοράς στολή. Σώσε τον ανδρισμό και την ψυχή, μόνος σου. Πέθανε ως λοχίας. Μετέφερες στον στρατό τις αισχρές έξεις της ιδιωτικής σου ζωής. Η πράξη σου ήταν άνανδρη και θα κριθείς γι’ αυτήν από τους αξιωματικούς σου».
Κλείνοντας την αγορεύσω του ο κ. Σπυρόπουλος πρότεινε να κηρυχθεί ο λοχίας Ζουρνατζής ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθής, και επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια. Παράλληλα να κριθεί για εγκατάλειψη θέσεις και κλοπή, προτείνοντας την συνολική ποινή του θανάτου και της καθείρξεως πέντε ετών και τεσσάρων μηνών.
Δικηγόροι Υπεράσπισης
Μετά την αγόρευση του βασιλικού επιτρόπου, ακολουθήσε η αγόρευση των συνηγόρων υπερασπίσεως με πρώτο τον Νικ. Βογιατζάκη. Οι συνήγοροι του κατηγορούμενου αναφέρθηκαν σε ολόκληρο το ιστορικό της υποθέσεως, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί στον δράστη η κατηγορία ότι εκτέλεσε το έγκλημα εκ προμελέτης. Σχετικά με την ιατροδικαστική έκθεση, ανέφεραν ότι υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης της ορθότητας της. Ζήτησαν από το δικαστήριο να δεχτεί ότι ο κατηγορούμενος εκτέλεσε το έγκλημα βρισκόμενος εν βρασμό ψυχικής ορμής. Ως προς τα κίνητρα του εγκλήματος, τα απέδωσαν στον έρωτα του κατηγορούμενου προς το θύμα και την ζηλοτυπία του θύματος προς αυτόν. Ζήτησαν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου του, το νεαρό της ηλικίας του, και την δηλωθείσα μετάνοια του.
«Ο ορθός χαρακτηρισμός της πράξεως του κατηγορούμενου, είναι αυτός της θανατηφόρου σωματικής βλάβης, με ελαφρυντικό αυτό της πλήρους συγχύσεως, του εντίμου κοινωνικού και επαγγελματικού βίου, της εξάψεως του λόγο της συμπεριφοράς του θύματος, και της ειλικρινούς μετάνοιας», είπε ο Βογιατζάκης
Ο δεύτερος συνήγορος κ Ιωαν. Λαδάς ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου για τον κατηγορούμενο.
Καταδίκη

Μετά τις τελικές αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης περίπου στις 18.30, τα μέλη του δικαστηρίου αποσύρθηκαν για να συσκεφθούν. Μετά από σύσκεψη που κράτησε περίπου δυόμιση ώρες, επέστρεψαν στην αίθουσα στις 21.00 το βράδυ. Ο Πρόεδρος, συνταγματάρχης Ε. Παίων, ζήτησε από τον κατηγορούμενο να σηκωθεί για την ανάγνωση της απόφασης.
Το στρατοδικείο κήρυξε παμψηφεί με ψήφους 4 υπέρ, 1 κατά, τον ο λοχία Ευστάθιο Αναστάσιο Ζουρνατζή ένοχο ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με τρόπο ιδιαζόντως απεχθή και του επέβαλε την ποινή θανάτου. Επίσης τον κήρυξε παμψηφεί ένοχο κλοπής και εγκατάλειψη θέσης. Κατά συγχώνευση του επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου, πέντε ετών συν 4 μηνών καθείρξεως, και πενταετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Ο Ζουρνατζής άκουσε την θανατική ποινή ανέκφραστος σε στάση προσοχής, χωρίς την παραμικρή σύσπαση στο πρόσωπο του. Όταν μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας τα μέλη του Στρατοδικείου αποχώρησαν και το πολυπληθές ακροατήριο άδειασε την αίθουσα, ο καταδικασμένος πλέον Ζουρνατζής κάθισε ξανά στο εδώλιο. Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα στην αίθουσα κλαίγοντας ο αδερφός του ο Αλέξανδρος Ζουρνατζής, ο οποίος κάθισε δίπλα του, τον αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει. Ο καταδικασθείς ασπάστηκε τον αδερφό του και άρχισε να κλαίει και αυτός. Παρέμειναν έτσι περίπου για πέντε λεπτά. Ο Πατέρας του Ζουρνατζή, είχε καταρρεύσει σε μία γωνία του διαδρόμου του στρατοδικείου, αδυνατώντας να βρει την δύναμη να πλησιάσει τον καταδικασμένο γιο του.
Οι χιλιάδες κόσμου που από το μεσημέρι είχαν κατακλύσει τις οδούς Τσιμισκή, Βασιλίσσης Σοφίας, και γύρο του Στρατοδικείου περιμένοντας την απόφαση, λίγο μετά την ανακοίνωση της, ζητωκραύγαζαν επικροτώντας την.
Η αστυνομία για την αποφυγή των επεισοδίων σχημάτισε προστατευτική ζώνη, για να μπορεί να απομακρυνθεί ο Ζουρνατζής, όμως τα πλήθη την διέσπασαν πολλές φορές. Τελικά, φυγαδεύτηκε μέσω μία μικρής πόρτας που βρισκόταν στο πίσω μέρος του κτηρίου και μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου.
Εφετείο
Ο Ζουρνατζής μετά το τέλος της δίκης, άσκησε έφεση κατά της απόφασης προσφεύγοντας στο αναθεωρητικό στρατοδικείο Αθηνών. Στις 13 Ιουλίου 1961 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αθήνας, για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο. Μαζί με τον κατηγορούμενο, κλήθηκαν να παρευρεθούν και όλοι μάρτυρες που είχαν καταθέσει και στην πρώτη δίκη.
Την επόμενη ημέρα, ο Ζουρνατζίδης κάθισε για δεύτερη φορά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, μέσα στην αίθουσα του αναθεωρητικού στρατοδικείου Αθηνών, για να εκδικαστεί η έφεση που είχε ασκήσει κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή θανάτου.
Όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν ακριβώς τα ίδια που είχαν καταθέσει και στην πρώτη δίκη. Ο δε κατηγορούμενος στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι επιτέθηκε εναντίον της Γατέλα και την έπληξε με το μαχαίρι, χωρίς όμως να έχει ανθρωποκτόνο πρόθεση, προσπαθώντας να αποδώσει την πράξη του σε «ατύχημα».
Ο Βασιλικός Επίτροπος στην αγόρευση του υποστήριξε ότι ο Ζουρνατζής διέπραξε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, και δεν πρέπει να του αναγνωριστεί κανέναν ελαφρυντικό, ζητώντας να του επιβληθεί και πάλι η ποινή θανάτου.
Ο συνήγορος υπεράσπισης μάταια αγόρευσε επί 2ωρο, προσπαθώντας να πείσει τους δικαστές, ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε την ανθρωποκτονία εν βρασμό ψυχής και όχι εκ προθέσεως.
Μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων, οι δικαστές αποσύρθηκαν και όταν επέστρεψαν ανακοίνωσαν στον κατηγορούμενο την ποινή του. Ένοχος σε όλα τα σημεία του κατηγορητηρίου και η μοναδική ποινή που έκρινε το δικαστήριο ότι άξιζε στον κατηγορούμενο, ήταν αυτή της ποινή του θανάτου.
Εκτέλεση
Στις 10 Αυγούστου 1962, ο 26χρονος Λοχίας Ευστάθιος Ζουρνατζής πληροφορήθηκε, ότι είχε απορριφθεί η αίτηση χάριτος του, και ότι διατάχθηκε η εκτέλεση της υπ. αριθ. 201/60 εις βάρος του απόφασης του Διαρκούς στρατοδικείου Θεσσαλονίκης βάση της οποίας επρόκειτο να εκτελεστεί τις πρώτες πρωινές ώρες. Όταν του γνωστοποιήθηκε ότι θα εκτελεστεί, παρέμεινε εντελώς ψύχραιμος, χωρίς να εκφράσει καμία τελευταία επιθυμία, χωρίς να ζητήσει να δει, η να μιλήσει με κάποιον. Δέχτηκε μόνο τον Ιερέα των φυλακών, ο οποίος πήγε στο κελί του δώσει την θεία μετάληψη.
Στην συνέχεια βγήκε από το κελί του, και συνοδευόμενος εν μέσω των φρουρών του, οδηγήθηκε όπισθεν του Επταπυργίου, στον τόπο των εκτελέσεων. Εκεί ήδη περίμεναν ο αντεπίτροπος του Στρατοδικείου κ. Κωστόπουλος, ο Υπολοχαγός κ. Ρετζαπέρης και ο εκπρόσωπος του Δήμου μαζί με άλλους αρμόδιους, που παρίσταντο πάντα στις εκτελέσεις.
Όταν έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης, ο Ζουρνατζής σήκωσε το κεφάλι και είδε απέναντι του τους στρατιώτες που είχαν ήδη παραταχθεί και αποτελούσαν το εκτελεστικό απόσπασμα.
Στις 05.30 το πρωί, ο γραμματέας του στρατοδικείου ανέγνωσε την απόφαση, και στις 05.38, ο Ζουρνατζής έπεσε στο έδαφος, διάτρητος από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Πηγή: Όλες οι πληροφορίες που εμπεριέχονται στο άρθρο, είναι ακριβής αναδημοσίεση των γεγονότων, όπως τα κατέγραψαν οι δημοσιογράφοι (Γ. ΤΑΤΣΗΣ, ΑΡ. ΜΠΟΥΝΤΟΥΡΗΣ, Ν. ΒΟΥΡΓΟΥΤΖΗΣ, Ν.ΠΟΛΙΤΗΣ, ΦΙΛ. ΚΟΥΚΟΥΝΟΣ, ΠΑΝ. ΣΟΜΠΟΛΟΣ κ.α) της τότε εποχής, που αρθρογραφούσαν στην έντυπη εφημερίδα Μακεδονία. Είναι όλες δημόσια προσβάσιμες στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Τύπου, της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την εξαιρετική απόδοση της ιστορίας από την Μάγδα aka The Strix στο κανάλι τους. Επίσης μπορείτε να βρείτε πολλές παρόμοιες ιστορίες και άλλα διαμαντάκια, που σίγουρα δεν θα σας αφήσουν αδιάφορους…