Ο Θάνατος του μεσίτη στο Χαλάνδρι

Στις 21 Φεβρουαρίου 2019 οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται στην οδό Κονίτσης στο Χαλάνδρι ειδοποιούν την αστυνομία, καθώς διαχεόταν στους χώρους της οικοδομής μία έντονη δυσοσμία. Οι άντρες της ΕΛ.ΑΣ οι οποίοι μπήκαν στο ισόγειο διαμέρισμα βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα.

Μέσα στην κρεβατοκάμαρα του διαμερίσματος αντίκρυσαν ένα πτώμα το οποίο ήταν τυλιγμένο με σεντόνι σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. Από την επιτόπια αυτοψία προέκυψε ότι επρόκειτο για την σορό ενός άντρα προχωρημένης ηλικίας ο οποίος έπεσε θύμα εγκληματικής πράξης καθώς ο άντρας βρέθηκε φιμωμένος στην κρεβατοκάμαρα και μέσα σε λίμνη αίματος. Όπως αποκαλύφθηκε εν συνεχεία, το πτώμα τυλιγμένο σε σεντόνι και με τα χέρια του δεμένα, άνηκε σε 64χρονο άνδρα, τον μεσίτη Γιάννη Βαντίκα ο οποίος ζούσε στο διαμέρισμα μαζί με τη Γερμανίδα σύντροφό του.

Το διαμέρισμα δεν έφερε ίχνη παραβίασης, ούτε είχε ερευνηθεί, έτσι αποκλείστηκε το ενδεχόμενο ληστείας, και φαίνεται πως ο δολοφόνος του ηλικιωμένου ήταν κάποιο άτομο του περιβάλλοντός του, η κάποιος γνώριμος του.

Ιατροδικαστής

Από την ιατροδικαστική εξέταση δεν προέκυψαν εξωτερικές κακώσεις, τραύματα από μαχαίρι ή βλήμα όπλου. Σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά ευρήματα ο θάνατος του θύματος είχε επέλθει περίπου δύο μήνες προ της ανεύρεσης της σορού, η οποία βρέθηκε επιμελώς τυλιγμένη με σεντόνια, τα οποία ήταν περιδεμένα με ιμάντες και κολλητική ταινία, ενώ στο κεφάλι ήταν τοποθετημένη νάιλον σακούλα.

Λόγο της προχωρημένης σήψης η περαιτέρω διερεύνηση των αιτιών του θανάτου που θα ρίξουν περισσότερο φως στην υπόθεση εναποτέθηκε  στις ιστολογικές και τοξικολογικές εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο θάνατος προήλθε από ασφυξία ή από δηλητηρίαση. Ο θάνατος του 64χρονου προήλθε από σκόπιμη δηλητηρίαση ή ασφυξία.

Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος

Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, το ενοικίασε τον Σεπτέμβριο στον Γιάννη Βαντίκα και την Γερμανίδα σύζυγό του, ενώ στα τέλη Δεκεμβρίου ο ίδιος του είπε ότι θα έκαναν ένα ταξίδι στη Γερμανία. Στις αρχές Ιανουαρίου η γυναίκα του έδωσε το ενοίκιο και από τότε δεν ξαναείδε το ζευγάρι. Στη συνέχεια οι φίλοι έψαχναν τον 64χρονο φίλοι τους, καθώς και η πρώην σύζυγός του για να του καταθέσει αγωγή διαζυγίου αλλά δεν μπορούσαν να τον βρούνε. Το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο. Το αυτοκίνητο και το μηχανάκι του ήταν παρκαρισμένα μπροστά στο σπίτι. Σήμερα, λόγω της έντονης δυσοσμίας, η οποία έβγαινε μέσα από το διαμέρισμα, κάλεσε την αστυνομία και οι οποίοι εντόπισαν στην κρεβατοκάμαρα ένα πτώμα το οποίο ήταν δεμένο και φιμωμένο. Η ιατροδικαστική εξέταση έχει δείξει ότι έχει γίνει εκχύμωση στο κάτω χείλος του θύματος που μπορεί να δικαιολογήσει απόφραξη μύτης και στόματος.

Η σύλληψη

Οι πληροφορίες που είχαν οι άντρες της Ασφάλειας τους έκαναν να στρέψουν την έρευνα τους προς την Γερμανίδα σύντροφο του άτυχου μεσίτη με την οποία συζούσε στο συγκεκριμένο διαμέρισμα, θεωρώντας την ουσιαστικά ως βασική ύποπτη μιας και ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε εν ζωή των 64χρονο μεσίτη. Στο πλαίσιο της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας εκδόθηκε σε βάρος της ένταλμα σύλληψης, όμως όλες οι πληροφορίες κατέληγαν στο ότι η 56χρονη Γερμανίδα είχε εγκαταλείψει τη χώρα στις αρχές Ιανουαρίου.

Στις 09. Μαρτίου 2019 η 56χρονη Γερμανίδα εντοπίστηκε από το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής σε ξενοδοχείο στο Παγκράτι και συνελήφθη. Μετά την σύλληψη της η γυναίκα ανέφερε στις αρχές πως το μοιραίο βράδυ ο 64χρονος μεσίτης ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και πως ακολούθησε έντονος τσακωμός μεταξύ τους. «Του έδωσα 5-6 ηρεμιστικά χάπια σε πορτοκαλάδα. Δεν ξέρω αν πήρε κι άλλα. Δεν αισθανόταν καλά και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι πέθανε», φέρεται να δήλωσε.

Η 64χρονη αποκάλυψε επίσης ότι έμεινε δίπλα στο πτώμα 15 μέρες. Επιχείρησε να το δέσει με ιμάντες για να το μετακινήσει και να το βγάλει έξω από το διαμέρισμα, όμως τελικά δεν τα κατάφερε. Όταν άρχισε η έντονη δυσοσμία λόγω της αποσύνθεσης της σορού, αποφάσισε να φύγει.

Η κατάθεση

Η 56χρονη Γερμανίδα έδωσε κατάθεση-σοκ στους αστυνομικούς αμέσως μετά την σύλληψή της όπου παραδέχεται πως έζησε με το πτώμα 10 μέρες, προσποιούμενη πως ο άνδρας είναι ζωντανός. «Μου άρεσε να είμαι δίπλα του. Το χρειαζόμουν. Από τότε τις επόμενες δέκα ημέρες ξάπλωνα και κοιμόμουν δίπλα του γιατί ένιωθα ότι ήταν ακόμη κοντά μου» είπε η ίδια στους αστυνομικούς. Η Γερμανίδα μόλις αντιλήφθηκε τι είχε κάνει, φέρεται να επιχείρησε να εξαφανίσει κάθε ίχνος του εγκλήματος. «Σκέφτηκα να το εξαφανίσω, αλλά δεν τα κατάφερα» είπε στους αστυνομικούς.

«Δεν μπορούσα να καθαρίσω, μύριζε πάρα πολύ και ήθελα να τον ξεφορτωθώ από το σπίτι. Στην αρχή είχα σκεφθεί να τον κουνήσω για να τον πάω στο μπάνιο και να είναι πιο δροσερά εκεί. Όμως δεν το έκανα ποτέ. Δεν είχε νόημα, αφού και πάλι θα ήταν μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να τον βγάλω από το σπίτι», φέρεται να είπε αρχικά η 57χρονη Γερμανίδα, συμπληρώνοντας ότι «επειδή δεν ήθελα να τον πιάσω από κάποιο σημείο του σώματός του μετά από τόσο καιρό που είχε περάσει, πήρα μια ταινία που κολλάει και τον τύλιξα γύρω γύρω. Πήρα ακόμη κάτι σκοινιά από το μηχανάκι του που το είχε παρκαρισμένο απέξω και τον τύλιξα και με αυτά».

Αυτές τις δέκα ημέρες που σας λέω, ζούσα σαν να ήταν μαζί μου. Πήγαινα σούπερ μάρκετ, του μιλούσα, μαγείρευα και για τους δυο μας. Εμένα με ανησυχούσε μην έρθει και τον ψάξει κανένας».  «Λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε. Είμαι εδώ για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση και να λογοδοτήσω όπου χρειάζεται. Δεν σκότωσα εγώ τον Γιάννη. Λυπάμαι πολύ για την αναστάτωση που προκάλεσα…».

Η δίκη

Στις 6 Ιουλίου 2020 η 56χρονη Γερμανίδα θα καθίσει στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών ως κατηγορούμενη για την δολοφονία του συντρόφου της Γιάννη Βαντίκα. Η κατηγορούμενη σύντροφος του άτυχου ηλικιωμένου, άκουσε τις κατηγορίες του δικαστηρίου για ανθρωποκτονία και κλοπή και αποχώρησε από την αίθουσα για να επιστρέψει στο κρατητήριο. Η γυναίκα φέρεται να είπε ότι εκείνο το βράδυ, ο άνδρας είχε πιει και τσακώθηκαν, ενώ μάλιστα κάποια στιγμή την έσπρωξε. «Του έδωσα 5-6 ηρεμιστικά χάπια σε πορτοκαλάδα. Δεν ξέρω αν πήρε κι άλλα. Δεν αισθανόταν καλά και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι πέθανε», φέρεται να δήλωσε.

Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι έμεινε δίπλα στο πτώμα 15 μέρες. Επιχείρησε να το δέσει με ιμάντες για να το μετακινήσει και να το βγάλει έξω από το διαμέρισμα, όμως τελικά δεν τα κατάφερε. Όταν άρχισε η έντονη δυσοσμία λόγω της αποσύνθεσης της σορού, αποφάσισε να φύγει.

Απολογούμενη η 57χρονη είπε πως είδε τον σύντροφό της να βάζει σε ένα ποτήρι με αναψυκτικό κάτι που της φάνηκε «κομματάκια και σκόνη», το οποίο άρχισε να το πίνει. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη γυναίκα, ο 64χρονος έγινε βίαιος και επιθετικός, κάποια στιγμή έπεσε κάτω και έχασε την αίσθηση του χρόνου και όταν συνήλθε ήταν πανικοβλημένη και «από ένστικτο έβαλα αυτό το ποτήρι εκεί. Εγώ νόμιζα ότι ήταν κάτι για να τον ηρεμήσει. Προσπάθησα να του μιλήσω, δεν μου έδινε όμως σημασία».

Σύμφωνα με την 57χρονη, ο σύντροφός της πήγε μόνος του στο μπάνιο, ωστόσο τον άκουγε να ανασαίνει βαριά και με δύσπνοια. Ο άνδρας δεν την άφησε να ειδοποιήσει γιατρό, αν και όταν επιχείρησε να σηκωθεί από το κρεβάτι έπεσε στα γόνατα, λέγοντας πως δεν νιώθει καλά και στη συνέχεια χτύπησε το κεφάλι του. Ανέφερε πως ένιωθε ακινητοποιημένη και πλήρως ανίσχυρη να πάρει πρωτοβουλία για να βοηθήσει τον 64χρονο, ότι έφυγε από το σπίτι σε κατάσταση σύγχυσης και ότι, αφού περιπλανήθηκε και διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο στο κέντρο, γύρισε την επομένη, όπου βρήκε ζωντανό αλλά με πληγές στο πρόσωπο και πλήρως εξουθενωμένο τον 64χρονο.

Πρόεδρος: Γιατί δεν φωνάξατε βοήθεια;

Κατηγορούμενη: Κατάλαβα ότι η καρδιά του δεν είναι καλά. Κατάλαβα ότι έπρεπε να είμαι δίπλα του. Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Είναι σαν να βλέπεις ένα τροχαίο και δεν ξέρεις τι να κάνεις… Έμεινα δίπλα του και του μιλούσα. ‘Άκουγε και δεν απαντούσε. Ένιωθε ότι ήμουν δίπλα του και δεν ήταν ήρεμος.

Πρόεδρος: Πώς πέθανε;

Κατηγορούμενη: Κράταγα το χέρι του και είχα το κεφάλι μου στο στήθος, του μιλούσα, τη νύχτα 18 προς 19 Δεκεμβρίου.

Πρόεδρος: Πώς καταλάβατε ότι πέθανε;

Κατηγορούμενη: Δεν το κατάλαβα, μέχρι σήμερα δεν το έχω καταλάβει… Ξύπνησα το πρωί και είδα στο πρόσωπό του τα μάτια του κλειστά, χείλια κλειστά και είχε ήρεμο ύφος και τα χέρια του αφημένα… Δεν έχω δει ποτέ ξανά πεθαμένο, για μένα ήταν απλώς ήρεμος. Τον αγαπούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω.

Η κατηγορούμενη είπε πως για ημέρες έμεινε στο διαμέρισμα, έφτιαχνε καφέ, έβαζε δύο κούπες και καθόταν δίπλα στο άψυχο σώμα του συντρόφου της μέχρι που «άρχισε να χάνεται το πρόσωπο, τον τύλιξα με σακούλα. Τις πρώτες εβδομάδες άκουγα τη φωνή του που έλεγε “μη φοβάσαι, είμαι καλά”».

Η καταδίκη

Στις 16 Ιουλίου 2020 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο θα επιβάλλει στη σύντροφο του 64χρονου Γιάννη Βαντίκα  την ποινή της κάθειρξης 14 ετών. Η 57χρονη κατηγορούμενη, υπήκοος Γερμανίας, κηρύχθηκε, όπως ζήτησε και ο εισαγγελέας έδρας, ένοχη κατά πλειοψηφία για την ανθρωποκτονία, με τους δικαστές να της αναγνωρίζουν το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.

Κλαίγοντας η 57χρονη είπε στο δικαστήριο πως «δεν είμαι δολοφόνος», εξηγώντας όσα έγιναν μεταξύ τους και αποδίδοντας σε ισχυρό σοκ και πλήρη σύγχυση την αιτία που παρέμεινε για ημέρες δίπλα στον νεκρό σύντροφό της. Ανέφερε επίσης πως επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ είχε φύγει για τη χώρα της, αφήνοντας τυλιγμένο σε σεντόνια το πτώμα του 64χρονου, για να δικαστεί και «να ξεκαθαρίσει τα πράγματα».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top
Close
Browse Tags