Η δολοφονία της Γαρυφαλλιάς στο Dieringhausen
Το Pletenberg είναι μια τυπική γερμανική κωμόπολη στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, που το 1989 είχε περίπου 15.000 κατοίκους. Ανάμεσα τους υπήρχαν κάποιες οικογένειες Ελλήνων μεταναστών που ζούσαν και εργαζόντουσαν εκεί. Μία από αυτές τις οικογένειες ήταν και αυτή της Γαρυφαλλιάς Αλεξίου Ζ.
Η Γαρυφαλλιά, ήταν ακόμη στην εφηβεία όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τον σύζυγο της. Στην ηλικία των 16 ετών έφερε στον κόσμο την πρώτη της κόρη, και ένα χρόνο αργότερα την Μαρία. Τίποτε δεν φαινόταν να απειλούσε την οικογενειακή γαλήνη και την ευτυχία που ζούσε με την οικογένεια της.
Η «γνωριμία»
Στο Pletenberg ζούσε και ο 38χρονος Ηπειρώτης Σπύρος Κ, ο οποίος δεν ήταν από τους ανθρώπους, που θα ήθελε κανείς να συναναστραφεί, ειδικά αν είχε γνώση του παρελθόντος του. Ο Σπύρος είχε απασχολήσει την Γερμανική Αστυνομία το 1984, όταν λόγο της αρρωστημένης ζήλιας του επιτέθηκε και τραυμάτισε τον γαμπρό του, καρφώνοντας τον 24 φορές με ψαλίδι επειδή τον βρήκε να πίνει καφέ στο σπίτι με τη γυναίκα του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί για αρκετό καιρό στη φυλακή.
Μετά την αποφυλάκιση του, μέσω του συζύγου της Γαρυφαλλιάς, έχοντας μία απλή γνωριμία μαζί του, γνώρισε και την ίδια. Ως φίλος του συζύγου της τελευταίας, είχε την άνεση να πηγαίνει συχνά στην κατοικία του ζευγαριού και πολύ γρήγορα στο αρρωστημένο του μυαλό άρχισε να πλάθει σενάρια, έχοντας στόχο την Γαρυφαλλιά. Άρχισε με ένα «αθώο» φλερτ το οποίο μετατράπηκε γρήγορα σε έντονη πολιορκία που έφερε σε δύσκολη θέση την γυναίκα.
Μόνο που το φλερτ αυτό δεν βρήκε ποτέ ανταπόκριση στην 25χρονη νεαρή που απέρριψε ευγενικά τις προτάσεις του να έρθουν πιο κοντά, ξεκαθαρίζοντας του ότι ήταν ευτυχισμένη δίπλα στον άντρα της και τα δύο κοριτσάκια που είχαν αποκτήσει. Αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε στον Σπύρο Κ, που ήταν «άντρας που δεν δεχόταν όχι» και ήταν αρκετό, για να βγάλει στην επιφάνεια τον πραγματικό του εαυτό.
Το «ξεκαθάρισμα»
Το χωριουδάκι του Dieringhausen είναι ένα ήσυχο μέρος 40 χιλιόμετρα μακριά από το Pletenberg και ιδανικό για μια βόλτα την άνοιξη, όμως η Γαρυφαλλιά δεν θα πήγαινε για βόλτα, έπρεπε να συναντήσει τον Σπύρο Κ, καθώς της το είχε ζητήσει επίμονα αυτός, «ήθελε να της πει κάποια πράγματα».
Η Γαρυφαλλιά, που του είχε ήδη ξεκαθαρίσει πολλές φορές ευγενικά ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε ως προς την απόφαση της, ενστικτωδώς είχε αποφασίσει να μην πάει μόνη της. Ίσως από τον φόβο και την πίεση που της ασκούσε συνεχώς και επίμονα, αποφάσισε να πάρει για παρέα τη φίλη της.
Το ημερολόγιο έγραφε 6 Απριλίου του 1989 όταν η Γαρυφαλλιά και η φίλη της έφτασαν με το Οpel kadett της, σε ένα πάρκινγκ στο Dieringhausen, όπου ο Σπύρος Κ. ήδη περίμενε.
Όταν συναντήθηκαν, η φίλη της απομακρύνθηκε για να τους αφήσει να μιλήσουν, χωρίς να φαντάζεται αυτό που θα ακολουθούσε σε λίγα λεπτά. Κανείς δεν γνωρίζει τι είπαν ο Σπύρος και Γαρυφαλλιά, όμως ο επίλογος αυτής της συνάντησης γράφτηκε από τον Έλληνα μετανάστη. Ο Σπύρος Κ, μη αποδεχόμενος την απόρριψη του «ερωτά του», πυροβόλησε εν ψυχρώ, σχεδόν εξ επαφής, εναντίον της άτυχης Γαρυφαλλιάς,
Η φίλη της έτρεξε γεμάτη αγωνία και βρήκε τη νεαρή κοπέλα νεκρή στη θέση του οδηγού, με το πόδι της στο γκάζι ενός Opel Kadett και τον δολοφόνο της να έχει εξαφανιστεί.
Η φυγή
Αμέσως μετά τη δολοφονία της 25χρονης Γαρυφαλλιάς ο Σπύρος Κ μπήκε στην κόκκινη Mercedes του, που γι’ αυτόν ήταν κάποια απόδειξη καταξίωσης και εξαφανίστηκε. Ήξερε πώς για να γλιτώσει την σύλληψη, έπρεπε να περάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα σύνορα. Οδήγησε περίπου 700 χιλιόμετρα μέχρι το Kiefersfelden, κάνοντας μόνο μία στάση για βενζίνη και από εκεί, μπήκε στην Αυστρία, έχοντας ως τελικό προορισμό το Μπάρι της Ιταλίας. Στο Μπάρι επιβιβάστηκε σε πλοίο έχοντας τελικό προορισμό την Ελλάδα, όπου «χάθηκαν» τα ίχνη του.
Οι έρευνες
Ο αστυνομικός Wilfried Böcker ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος και ανέλαβε να ξεδιαλύνει την υπόθεση της αποτρόπαιης δολοφονίας που άφησε δύο μικρά κορίτσια ορφανά, έναν απαρηγόρητο σύζυγο και τους γονείς της νεαρής να θρηνούν για την απώλεια της κόρης τους.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας από την ομάδα του αστυνομικού Böcker, διαπιστώθηκε ότι ο Σπυρίδων Κ. είχε πυροβολήσει εναντίον της Γαρυφαλλιάς συνολικά οκτώ φορές από ένα όπλο μέσω των πλευρικών παραθύρων του Opel Kadett κατά της 25χρονης. Δύο από αυτές πέτυχαν την άτυχη γυναίκα στο κεφάλι και άλλες τέσσερις την πέτυχαν στον θώρακα. Η αστυνομία και το ασθενοφόρο έφτασαν στο σημείο όταν ήταν ήδη πολύ αργά, η 25χρονη, τα πόδια της οποίας ήταν ακόμα στα πεντάλ του αυτοκινήτου που ήταν σε λειτουργία, είχε πεθάνει ακαριαία.
Ο επιθεωρητής Böcker, παίρνοντας την υπόθεση «προσωπικά» έκανε τα πάντα για να εξιχνιάσει τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς, φτάνοντας ακόμη και στην τηλεόραση, όπου μέσω του καναλιού ZDF, ζητούσε πληροφορίες από όποιον γνώριζε κάτι. Αυτό που γνώριζαν οι Γερμανικές αρχές, ήταν ότι τα ίχνη του Σπύρου Κ είχαν χαθεί κάπου στην Ιταλία και οι γερμανικές αρχές εξέδωσαν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτιμώντας ότι είχε διαφύγει και ζούσε στην Ιταλία ή στην Ελλάδα. Ωστόσο χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Μετά τη δολοφονία, ο σύζυγος και οι δύο κόρες της δολοφονημένης Γαρυφαλλιάς είχαν αρχικά μετακομίσει στην Ελλάδα.
Η σύλληψη
Στις 29 Απριλίου 2020 μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Κέντρο Υγείας Αμφιλοχίας ένας 68χρονος άντρας, τον οποίο είχε εντοπίσει χωρίς αισθήσεις ο γείτονας του. Ο άντρας, έπαθε επιληπτική κρίση με αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα, και να χτυπήσει στο κεφάλι του, γεγονός που του προκάλεσε αιμάτωμα.
Επειδή ο άντρας ζούσε μόνος του, στην προσπάθεια τους οι αστυνομικοί να βρούνε κάποιους συγγενείς του, έβαλαν τα στοιχεία της ταυτότητας του στο ηλεκτρονικό σύστημα. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους εμφανίστηκε το ένταλμα των Γερμανικών αρχών, που τον καταζητούσαν για ανθρωποκτονία. Ο 69χρονος άντρας, ήταν ο Σπύρος Κ, ο δολοφόνος της Γαρυφαλλιάς Αλεξίου.
Οι Γερμανικές αρχές δεν έκλεισαν ποτέ τον φάκελο του εγκλήματος. Η εγκληματική ενέργεια στη Γερμανία δεν παραγράφεται στην 25ετία όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα ο Σπύρος Κ να παραμένει καταζητούμενος ακόμη και μετά από 30 χρόνια. Η ΕΛ.ΑΣ ενημέρωσε τις γερμανικές αρχές και εκείνες κίνησαν τη διαδικασία για να εκδοθεί και να δικαστεί.
Από την περαιτέρω έρευνα της ΕΛ.ΑΣ για το «ποιόν» του Σπύρου Κ, αποκαλύφθηκε ότι υπήρχε και ένα δεύτερο ένταλμα σύλληψης των Ελληνικών αρχών εις βάρος του για βιασμό στην Πρέβεζα το 1992, όμως το αδίκημα όμως το αδίκημα είχε ήδη παραγραφεί.
Ο Σπύρος Κ, μετά την δολοφονία της Γαρυφαλλιάς κατευθύνθηκε από το Μπάρι της Ιταλίας, στον τόπο καταγωγής του, Ριζοβούνι Πρέβεζας, όμως στις 15 Δεκεμβρίου 2019 μετακινήθηκε στην Αμφιλοχία. Για λίγες ημέρες διέμενε σε ξενοδοχείο της παραλίας στην Αμφιλοχία, αλλά επειδή δεν τον συνέφερε να δίνει 30 ευρώ για το κάθε βράδυ διαμονής, φρόντισε και νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα που βρήκε δίπλα από το ξενοδοχείο.
Σε όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του, τους έλεγε ψέματα πώς ζούσε πολλά χρόνια στην Αυστραλία ως εργάτης και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, οικογενειακά προβλήματα δεν του επέτρεπαν να ζήσει στο χωριό του, το οποίο ανήκε σε νομό της Άρτας και όχι της Πρέβεζας.
Χωρίς δικαίωση
Στα μέσα του Ιουνίου, ο 69χρονος καταζητούμενος δολοφόνος Σπύρος Κ, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, καθώς είχε παρουσιάσει βελτίωση. Σταδιακά όμως ο συνδυασμός των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, και η ξαφνική σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης του είχαν ως αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή στις 31 Αυγούστου 2021, μέσα σε νοσοκομείο της Αθήνας.
Η κηδεία του τελέστηκε στην γενέτειρα του, σε χωριό της Πρέβεζας.
Ο θάνατος γλίτωσε τον Σπύρο Κ, από το να λογοδοτήσει για το στυγερό έγκλημα του, στερώντας από την οικογένεια του θύματος την ελπίδα της δικαιοσύνης, αλλά και τις απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα με τα οποία ζούσαν τόσα χρόνια.
«Ήθελα να τον δω να κάθεται στο εδώλιο. Να τιμωρείται γιατί μας στέρησε τη μάνα μας, γιατί ανέτρεψε τις ζωές μας, γιατί πάντα εγώ και η αδελφή μου ήμασταν “τα ορφανά”, αυτά που “τους σκότωσαν τη μάνα”», είχε αναφέρει στην εφημερίδα «ΘΕΜΑ» η μικρότερη από τις δύο κόρες της Γαρυφαλλιάς, η Μαρία.
Επιμύθιο
Η δολοφονία της Γαρυφαλλιάς άλλαξε τη ζωή της οικογένειάς της σε όλα τα επίπεδα. Ο νεαρός εργάτης σύζυγός της βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη μόνος του, με δυο μικρά παιδιά που αναζητούσαν τη μητέρα τους. Ο νεαρός πατέρας, μην έχοντας άλλη επιλογή, πήρε τα κοριτσάκια του και επέστρεψαν στην Ελλάδα, στους Φιλιάτες. Τα κορίτσια μεγάλωσαν με τη βοήθεια των παππούδων και μιας θείας τους, ώσπου ο πατέρας και η μεγαλύτερη κόρη επέστρεψαν στην άλλη πατρίδα τους, τη Γερμανία.
«Ήταν δύσκολα. Δεν ήταν μόνο ότι μας έλειπε η μάνα μας, ήταν ότι στον περίγυρο ήμασταν πάντα “τα ορφανά”, αυτά που “τους σκότωσαν τη μάνα”, δεν είναι εύκολο να μεγαλώνουν σε αυτό το κλίμα και με αυτή την τεράστια έλλειψη δύο παιδιά. Η μάνα μας μάς έλειψε και μας λείπει σε όλες τις στιγμές της ζωής μας. Περάσαμε στην εφηβεία χωρίς εκείνη, παντρεύτηκα χωρίς εκείνη δίπλα μου, γέννησα τα παιδιά μου, η αδελφή μου το ίδιο, πάντα με μια μεγάλη απουσία να σκιάζει τις χαρές μας και να μην υπάρχει η παρηγοριά και το χάδι της στα δύσκολα», ανέφερε στο «Θέμα» μέσα από την ψυχή της ή Μαρία, η οποία είναι εγκατεστημένη στους Φιλιάτες με την οικογένειά της.
Η μεγαλύτερη αδελφή της ζει στη Στουτγκάρδη, όπου επί πολλά χρόνια είχε εγκατασταθεί και ο πατέρας των δύο κοριτσιών, πριν επιστρέψει εδώ και λίγα χρόνια στην Ελλάδα. «Για τον πατέρα μου, που έδωσε τα πάντα για μας, υπήρχε πάντα ένα επιπλέον βάρος, ο φονιάς ήταν «φίλος» του.
Η σύλληψη του δράστη και η αποκάλυψη ότι ζούσε στην Αμφιλοχία προκάλεσε ανατριχίλα στην οικογένεια της Γαρυφαλλιάς για έναν επιπλέον λόγο. Ο άνδρας του θύματος τα τελευταία χρόνια περνά αρκετό χρόνο στη συγκεκριμένη περιοχή. Θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο…