Ο «στραγγαλιστής της Κηφισιάς»
Σύμφωνα με τους ειδικούς, όσο ανεβαίνουμε τη μορφωτική και την κοινωνική κλίμακα, τόσο οι πιθανότητες εμπλοκής ανθρώπων που ανήκουν στις κλίμακες αυτές σε έγκλημα πάθους μικραίνουν. Σίγουρα όμως, ακόμη και στο υψηλότερο επίπεδο, υπάρχουν εξαιρέσεις…
Στις 11 Μαΐου 1999 έπεσε σαν «βόμβα» στον κόσμο της «καλής κοινωνίας» της Κηφισιάς η είδηση της δολοφονίας της 38χρονης δικηγόρου Άντας Σίμου από τον σύζυγο της, δικηγόρο και νομικό σύμβουλο της Ιντεραμέρικαν, Γρηγόρη Κούλα.
Κανείς από τους γείτονες, τους γνωστούς, τους συναδέλφους, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι κατάληξη θα είχε αυτό το «τέλειο ζευγάρι».
Το «τέλειο ζευγάρι»
Ο Γρηγόρης Κούλας, νομικός, άριστος επιστήμονας με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, στέλεχος καριέρας σε μεγάλη ιδιωτική εταιρεία. Η Άντα Σίμου, συνάδελφός του, δικηγόρος, εργαζόμενη σε δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Παντρεύτηκαν από έρωτα και είχαν όλες τις προϋποθέσεις για μια άνετη και καλή οικογενειακή ζωή. Στον επαγγελματικό στίβο ήταν το «επιτυχημένο» και «τέλειο» ζευγάρι. Παρ’ όλο που η σχέση τους ήταν ανέφελη, οι καυγάδες δεν άργησαν να εμφανιστούν.
Τα πρώτα σύννεφα στη σχέση του ζευγαριού εμφανίστηκαν, όταν ο 40χρονος δικηγόρος άρχισε να παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα. Ζήλευε παθολογικά την 38χρονη σύζυγό του και υποψιαζόταν ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις, μία ιδέα που του είχε σφηνωθεί στο μυαλό και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Τον τελευταίο καιρό, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και νοσηλεύτηκε για μικρό χρονικό διάστημα σε κλινική, όπου οι γιατροί τού είχαν συστήσει θεραπευτική αγωγή. Γι’ αυτό και έπαιρνε φάρμακα.
Το «σκουλήκι της ζήλειας»
Το πρωί της Δευτέρας 10 Μαΐου 1999, ο 40χρονος δικηγόρος έκανε ταξίδι αστραπή στο Παρίσι. Κάποιοι λένε για επαγγελματικούς λόγους, κάποιοι άλλοι για λόγους υγείας, χωρίς να έχουν γίνει ποτέ γνωστές οι λεπτομέρειες του ταξιδιού. Ήταν γύρω στις έντεκα το βράδυ, όταν επέστρεψε από το Παρίσι. Η σύζυγός του δεν πήγε στο αεροδρόμιο να τον υποδεχθεί, παρά το γεγονός ότι εκείνος τής το είχε ζητήσει…
Στις 10.00 το πρωί, η οικιακή βοηθός πρόλαβε να δει τον εργοδότη της φευγαλέα να κλειδώνει την πόρτα του υπνοδωματίου και να φεύγει. Λίγο αργότερα, επέστρεψε και παρέμεινε στο σπίτι για μισή ώρα. Στη συνέχεια, αποχώρησε για δεύτερη φορά. Έδειχνε ατάραχος. Τίποτα στο πρόσωπό του δεν φανέρωνε τη φρίκη που άφηνε πίσω του. Στις 11.00 το πρωί, σύμφωνα με τους περίοικους, ο 40χρονος επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και εξαφανίστηκε. Από την ώρα εκείνη, δεν θα δώσει σημεία ζωής.
Αντιμέτωπος με την φρίκη
Ο πατέρας της Άντας, Νικήτας Σίμος απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, κάθε πρωί, φρόντιζε να τηλεφωνεί στο γραφείο της και στο κινητό της, για να μαθαίνει τα νέα της. Γνώριζε τις διαταραγμένες σχέσεις του ζευγαριού και ανησυχούσε για την κόρη του. Η 38χρονη γυναίκα δεν πήρε, όπως κάθε ημέρα στις 8.00 το πρωί τον δρόμο για το γραφείο της. Ανήσυχος ο πατέρας της, προσπάθησε πολλές φορές να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί της, όμως μάταια.
Το κινητό της ήταν κλειστό και στο γραφείο του είπαν ότι δεν είχε πάει για δουλειά. Όσο περνούσε η ώρα, οι υποψίες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά εντάθηκαν. Φόβοι άρχισαν να τον βασανίζουν. Οι σκέψεις αυτές, τον οδήγησαν εσπευσμένα, να πάει στο σπίτι της κόρης του. Το αυτοκίνητό της, ήταν σταθμευμένο απέναντι από το σπίτι της. Χτύπησε την πόρτα αρκετές φορές, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Η πόρτα του υπνοδωματίου του ζευγαριού παρέμενε κλειδωμένη και μέσα στο σπίτι επικρατούσε σιωπή..
Αναγκάστηκε να ειδοποιήσει κλειδαρά, για να ανοίξει την πόρτα. Οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν με τον πιο τραγικό τρόπο. Όταν μπήκε στο υπνοδωμάτιο, αντίκρισε την κόρη του νεκρή να κείτεται σε ύπτια θέση πάνω στο κρεβάτι της σκεπασμένη με ένα σεντόνι έως τους ώμους, και έφερε εμφανή ίχνη στραγγαλισμού. Δίπλα της υπήρχε ένα ερωτικό σημείωμα διά χειρός Κούλα. «Κράτα με στα λεπτά σου δάχτυλα και φίλα με με λύσσα», και απο κάτω «Προστάτευσέ με». Δίπλα απο το σημείωμα υπήρχε μια ανθοδέσμη με λουλούδια και ένα άρωμα που της αγόρασε από το Παρίσι…
Ο Ιατροδικαστής ο οποίος κλήθηκε από τους άντρες της ΕΛ.ΑΣ από την επιτόπια αυτοψία που διενήργησε διαπίστωσε πως, η άτυχη γυναίκα είχε στραγγαλιστεί. Ο δράστης πρώτα τύλιξε με δύναμη τα χέρια του στον λαιμό της και την αποτελείωσε με ένα κορδόνι.
Η Κατάθεση της υπηρέτριας
Στη μεζονέτα τα δωμάτια είναι απομονωμένα. Η οικιακή βοηθός από τη Ρουμανία, που διέμενε στο σπίτι της οικογένειας, σε δωμάτιο του ισογείου, δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Δεν άκουσε διαπληκτισμούς, που να της κινήσουν την περιέργεια. Το πρωί ξύπνησε την συνηθισμένη ώρα και πήγε τα παιδιά στο σχολείο. Επέστρεψε και συνέχισε τη δουλειά της σε άλλα δωμάτια του σπιτιού. Είδε τον Γρηγόρη Κούλα περίπου στις 10.00 να κλειδώνει την πόρτα του υπνοδωματίου και να φεύγει. Λίγο αργότερα, επέστρεψε, παρέμεινε στο σπίτι για μισή ώρα και στη συνέχεια, αποχώρησε για δεύτερη φορά.
Άφαντος
Ο Γρηγόρης Κούλας βρήκε καταφύγιο σε συγγενικό του σπίτι και στη 1.00 μετά τα μεσάνυχτα, συγγενής του επικοινώνησε με δύο γνωστούς του δικηγόρους μεταφέροντας τους την πρόθεση του, να παραδοθεί στην Αστυνομία. Κανονίσθηκε για τον σκοπό αυτό, μία συνάντηση την επομένη μέρα, σε δικηγορικό γραφείο. Συνοδευόμενος από τους δικηγόρους του, θα πήγαινε στην Αστυνομία για να παραδοθεί . Η συνάντηση αυτή όμως δεν πραγματοποιήθηκε.
Επιχείρησε να βάλει τέλος στην ζωή του με ένα κουτί χάπια Υπνοστεντόν, όμως τον πρόλαβαν την τελευταία στιγμή συγγενείς του και τον μετέφεραν σε κωματώδη κατάσταση στο Ιατρικό Κέντρο Αμαρουσίου, όπου παρέμεινε για νοσηλεία. Όταν οι αξιωματικοί της Ασφάλειας πήγαν στο Ιαντρικό Κέντρο να τον ανακρίνουν, ο Κούλας δεν είχε καμία επαφή με το περιβάλλον και ούτε ήταν σε θέση να δώσει κατάθεση.
Ανάκριση
Ο ανακριτής που παρέλαβε τον φάκελο της υπόθεσης από τον εισαγγελέα, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του Κούλα, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση της 38χρονης δικηγόρου Άντας Σίμου. Δύο ιατροδικαστές, ο προϊστάμενος κ. Μ. Νόνας και ο κ. Ν. Καρακούκης, επισκέφθηκαν στο Ιατρικό Κέντρο τον 40χρονο δικηγόρο και τον εξέτασαν, προκείμενου να ολοκληρώσουν την ιατροδικαστική εξέταση για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το άγριο έγκλημα.
Έφερε μικροκακώσεις, μελανιές στον λαιμό και στα γόνατα που, όπως διέγνωσαν οι ιατροδικαστές, έγιναν από τους σπασμούς του θύματος την ώρα της δολοφονίας. «Δεν υπήρξε πάλη. Το θύμα δεν πρόλαβε να αμυνθεί. Ο δράστης επιτέθηκε αιφνιδιαστικά», λέει ο ιατροδικαστής. Η άτυχη γυναίκα δεν πρόλαβε να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Ο δράστης της επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό της.
Ο Κούλας αν και η κατάσταση του βελτιωνόταν καθημερινά, θα αργήσει να δώσει κατάθεση και να φωτίσει με τη μαρτυρία του τις πτυχές της συγκλονιστικής αυτής ιστορίας, παρουσιάζοντας την εικόνα ενός ανθρώπου που «βρίσκεται στον κόσμο του».
Στο κενό
Μετά την έξοδο του από το ιατρικό κέντρο, θα προσαχθεί στον ανακριτή για να απολογηθεί σχετικά με τα όσα έλαβαν χώρα στην μεζονέτα της Κηφισιάς. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κενό, τα χέρια του δεμένα με χειροπέδες και με δυσκολία κατάφερε να ανέβει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο γραφείο του 5ου τακτικού ανακριτή. Ίσως αυτή ήταν η πιο μεγάλη ώρα για τον κατηγορούμενο δικηγόρο, ο οποίος λόγω της ιδιότητας του γνώριζε πολύ καλά πως βρισκόταν ένα βήμα πριν από τη φυλακή. Φαινόταν, τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν οι δικηγόροι του, να έχει μετανιώσει, όμως τίποτε δεν γυρίζει τον χρόνο πίσω.
Στο πλευρό του διαρκώς βρισκόταν η αδελφή του, η οποία κάθε στιγμή προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πράξης του. Εκείνος δεν άρθρωσε ούτε μία λέξη έξω από το γραφείο του ανακριτή.
Η απολογία
Η απολογία του διήρκεσε περισσότερο από τρεις ώρες. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ήταν όταν έμαθε για την ερωτική σχέση που διατηρούσε η Άντα με πρόσωπο από το φιλικό τους περιβάλλον, τον κουμπάρο τους.
«Τον περασμένο Δεκέμβριο, είπε απολογούμενος, έμαθα ότι η γυναίκα μου με απατούσε. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έχασε το νόημά της. Δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Τότε ήταν που άρχισα να επισκέπτομαι ψυχιάτρους και να ακολουθώ συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή». Μόνο που όσο αναλυτικός και περιγραφικός ήταν ο κατηγορούμενος όταν διηγείτο τις προ του εγκλήματος σκηνές, τόσο φειδωλός γινόταν όσο πλησίαζε στην περιγραφή της κορύφωσης της οικογενειακής τραγωδίας που προκάλεσε.
«Δεν θυμάμαι πώς έγινε το κακό, μη με ρωτάτε γι’ αυτό», είπε στον ανακριτή. Συμπληρώνοντας ότι στο μυαλό του επικρατούσε πλήρη σύγχυση και δεν ήταν σε θέση ακόμη να συνθέσει ούτε στην ψυχή ούτε στο μυαλό του το παζλ της δολοφονίας.
Η Προφυλάκιση
Μετά την απολογία του, ο Ανακριτής μαζί με τον εισαγγελέα αποφάσισαν την προφυλάκιση του. Λίγο πριν ο κατηγορούμενος δικηγόρος οδηγηθεί στις Φυλακές του Κορυδαλλού, οι συνήγοροί του υπέβαλαν αίτημα για την διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ζητώντας παράλληλα να μεταφερθεί για νοσηλεία στο ψυχιατρείο κρατουμένων, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη φαρμακευτική αγωγή του.
Η διενέργεια της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, έγινε από τρείς ψυχιάτρους, οι οποίοι πέρασαν πολλές φορές την πόρτα των φυλακών του Κορυδαλλού για να τον εξετάσουν. Συζήτησαν μαζί του λεπτομερώς για τη ζωή του, πριν και μετά τον χαμό της συζύγου του, ζητώντας απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για να κάνουν το ψυχογράφημά του.
Στο τελικό πόρισμα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται ότι ο Κούλας έπασχε από σοβαρή ψυχική νόσο, που ενδεχομένως συνετέλεσε στη διάπραξη της εγκληματικής του πράξης, αποκλείοντας όμως, ότι ο δράστης είχε μειωμένο καταλογισμό.
Η Δίκη
Στις 29 Μαΐου 2000 ο Γρηγόρης Κούλας φορώντας μαύρα ρούχα και τη βέρα του, βαδίζοντας με δυσκολία και με την βοήθεια ενός μπαστουνιού, κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας για να λογοδοτήσει ενώπιον της δικαιοσύνης για τον στραγγαλισμό της συζύγου του Άντας Σίμου.
Ανέκφραστος, στηριζόμενος στο μπαστούνι του, παρακολουθεί προβληματισμένος την κατάθεση της κουνιάδας του. Δεν αντιδρά ακόμη και στους βαρείς χαρακτηρισμούς που του αποδίδει «Δεν δέχομαι την κατηγορία. Όλα δείχνουν ότι η γυναίκα μου πέθανε στα χέρια μου. Δεν υπήρχε συνείδηση…». θα επιχειρήσει να αποδώσει την εγκληματική του πράξη σε στιγμιαία απώλεια συνείδησης, σύμπτωμα της ασθένειας από την οποία όπως ισχυρίζεται πάσχει.
Η Κατάθεση της Αδελφής
Πρώτη μάρτυρας κατηγορητηρίου ήταν η αδελφή της Άντας Σίμου, Σοφία, στην οποία η άτυχη δικηγόρος, εκμυστηρευόταν τα παράπονά της. «Τη μισούσε και το δείχνει ο τρόπος που τη σκότωσε. Την θεωρούσε κτήμα του. Δεν ανεχόταν την απόρριψη. Επειδή η Άντα ήθελε να χωρίσουν, δεν το άντεχε. Την έβριζε σκαιότατα μπροστά σε κόσμο. Την υποτιμούσε. Την παραμελούσε μονίμως, ειδικά από τότε που άρχισε να εργάζεται στην Ιντεραμέρικαν».
Λίγες ημέρες μετά το έγκλημα, στην υπόθεση είχαν εμπλακεί και τα ονόματα δύο προσώπων, ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που, σύμφωνα με τις τότε πληροφορίες, είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ζωή του ζεύγους Κούλα-Σίμου.
Η Σοφία Σίμου επιβεβαίωσε τις πληροφορίες λέγοντας:
«Η αδελφή μου γνώρισε τον Χρήστο Κόντο από μένα το 1994. Τέσσερα χρόνια αργότερα μού εκμυστηρεύθηκε πως είχε δεσμό με τον Χρήστο και πως ήθελε να χωρίσει από τον κατηγορούμενο. Περί τα τέλη Νοεμβρίου του 1998 μού είπε πως ο Χρήστος τα ήξερε όλα. Τα είχε μάθει από τη Δήμητρα Τσιόνα, φίλη της Άντας, με την οποία είχε δεσμό. Κι ενώ ένα χρόνο νωρίτερα ο Κούλας με είχε καλέσει για να μου πει ότι απεχθάνεται την αδελφή μου, όταν έμαθε για τον Χρήστο άρχισε να επισκέπτεται τους γονείς μου και να κλαίει». Λίγες ημέρες πριν από το έγκλημα σύμφωνα με την κατάθεση της Σοφίας Σίμου ο κατηγορούμενος αφηγήθηκε στη σύζυγό του όλες τις εξωσυζυγικές του σχέσεις. «Στα λέω επειδή πρόκειται να πεθάνω…», της είπε.
Η Κατάθεση του Πατέρα
Ο πατέρας της Άντας, Νικήτας Σίμος απηύθυνε βαρείς χαρακτηρισμούς στον κατηγορούμενο και δήλωσε ότι ο Γρηγόρης Κούλας δεν φερόταν καλά στη σύζυγό του. Παράλληλα, υποστήριξε ότι o Κούλας είχε πλήρη συνείδηση των πράξεων του την ώρα της δολοφονίας της ΄Αντας Σίμου και ότι δεν παρουσίαζε απώλεια μνήμης -όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται η υπεράσπιση- με το αιτιολογικό ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας.
Η Κατάθεση του εραστή
Ο Χρ. Κόντος ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο η άτυχη Άντα Σίμου διατηρούσε ερωτικό δεσμό και είχε ζητήσει από τον σύζυγό της διαζύγιο, αφού προηγουμένως είχε πληροφορηθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο για τις δικές του εξωσυζυγικές σχέσεις. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ο τόπος που για πρώτη οι δύο άνδρες θα βρισκόντουσαν μετά το έγκλημα.
Εκείνο το πρωί της 11ης Μαΐου του 1999 ο Χρήστος Κόντος περίμενε να συναντηθεί με την Άντα, σε ένα ραντεβού που είχαν κανονίσει. Ήταν το τελευταίο ραντεβού, το οποίο ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Την ώρα που ο Κόντος την περίμενε στον σταθμό της Κηφισιάς, ο Γρ. Κούλας έγραφε για λογαριασμό όλων με τον πιο τραγικό τρόπο τον επίλογο αυτής της ιστορίας…
Ο μάρτυρας κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του ήταν ειλικρινής.
Δεν προσπάθησε να κρύψει τη σχέση του την Άντα ξεκαθαρίζοντας ότι όλα μεταξύ εκείνης και του κατηγορουμένου είχαν τελειώσει πολύ πριν εμφανιστεί ο ίδιος στη ζωή της. Περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια πως όταν ύστερα από χρόνια συνάντησε την παλιά του συμμαθήτρια Άντα Σίμου, και δέθηκε ερωτικά μαζί της. «Η Άντα κατέθεσε ο Χρήστος Κόντος θεωρούσε ότι την παραμελεί ο σύζυγός της. Ήταν πεπεισμένη πως είχε και άλλες σχέσεις και πως επιζητούσε ερωτικές απολαύσεις εκτός σπιτιού. Όταν όμως τον Δεκέμβριο του 1998 εκείνη του ζήτησε να χωρίσουν, ο Κούλας άρχισε τους ψυχολογικούς εκβιασμούς.
Της έλεγε πως αν τον άφηνε θα χανόταν. Κάποια στιγμή έμαθα και εγώ για τη σχέση της παλιάς συμμαθήτριας της Άντας, με τον Κούλα (σ.σ.: για τη συγκεκριμένη μάρτυρα το δικαστήριο έχει διατάξει τη βίαια προσαγωγή της). «Πάντοτε ο κατηγορούμενος με κοιτούσε αφ’ υψηλού. Ήταν ακραίος χαρακτήρας, απότομος και αλαζονικός. Δεν μπορούσα όμως, να φανταστώ το τέλος…».
«Θόλωσα»
Ο Κούλας απολογούμενος, προσπάθησε, έχοντας ως άλλοθι τη διαταραγμένη ψυχή του, να αναζητήσει ελαφρυντικά για την πράξη του, διαισθανόμενος την αρνητική έκβαση της δίκης. Αντιλαμβανόμενος ότι φτάνει η στιγμή της τιμωρίας του, δεν δίστασε να ξαναστραγγαλίσει την τιμή και την αξιοπρέπεια της συζύγου του, μετακυλώντας το φταίξιμο επάνω της.
«Τον περασμένο Δεκέμβριο έμαθα ότι η γυναίκα μου με απατούσε. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έχασε το νόημά της. Δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Τότε ήταν που άρχισα να επισκέπτομαι ψυχιάτρους και να ακολουθώ συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή» υποστήριξε απολογούμενος.
«Όταν έφτασα σπίτι, ήπια δύο υπνοστεντόν και συνάντησα την Άντα σε έξαλλη κατάσταση. Με πρόσβαλε, μου έλεγε ότι τα παιδιά δεν είναι δικά μου. Με χτυπούσε. Μου έλεγε ότι θα πάει να ζήσει με τον κουμπάρο μας, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικές σχέσεις. Θόλωσα και στη συνέχεια σκοτείνιασαν όλα. Ένιωσα τα χείλη της να είναι κρύα, το σώμα της παγωμένο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κρατούσα τη γυναίκα μου νεκρή στα χέρια μου, χωρίς να αντιληφθώ τι ακριβώς είχε συμβεί… Άφησα δίπλα της ένα ερωτικό ποίημα που της είχα αφιερώσει και ένα άρωμα που της είχα φέρει από το Παρίσι. Μετά έφυγα για τα Γιάννενα, όπου είναι το πατρικό μου…».
Η Καταδίκη
Στις 8 Νοεμβρίου 2000 η Πρόεδρος του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας ανακοίνωσε την απόφαση στην οποία είχαν καταλήξει έπειτα από την πολυήμερη ακροαματική διαδικασία, κηρύσσοντας, κατά πλειοψηφία με ψήφους 5 έναντι 2, ένοχο τον κατηγορούμενο χωρίς κανένα ελαφρυντικό, καταδικάζοντας τον σε ισόβια κάθειρξη.
Μόνο δύο ένορκοι πείστηκαν από τα στοιχεία της δίκης και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου ότι δολοφόνησε την Άντα ευρισκόμενος σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Ο Κούλας με δυσκολία κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Το βλέμμα του ήταν «καρφωμένο» στο κενό. Κτυπούσε τα δάκτυλά του νευρικά στο μπαστούνι. Η ελπίδα να γλιτώσει τα ισόβια δεσμά είχε μόλις σβήσει…
Λίγα βήματα πιο πίσω από το εδώλιο η οικογένεια του Κούλα, που βρισκόταν διαρκώς στο πλευρό του, έβλεπε τον δικό τους άνθρωπο να βγαίνει ηττημένος από την πρώτη μάχη με τη Δικαιοσύνη, ελπίζοντας πως η απόφαση θα ανατραπεί όταν η υπόθεση κριθεί ι σε δεύτερο βαθμό από το Εφετείο.
Ο πατέρας της Άντας, από την άλλη πλευρά, μόλις συνειδητοποίησε ότι η τιμωρία ήταν ισόβια αποχώρησε διακριτικά από τη δικαστική αίθουσα. Γι’ αυτόν η κάθαρση ήταν εκτός από τιμωρία και δικαίωση ηθική για τη μνήμη της αγαπημένης του κόρης, αλλά και για τα ανήλικα παιδιά της που δεν έπαψε στιγμή να φροντίζει μετά τον χαμό της Άντας.
Το Εφετείο
Στις 17 Νοεμβρίου 2004 ο Γρηγόρης Κούλας θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί σε δεύτερο βαθμό. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο θα ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία ο Κούλας καταδικάστηκε σε ισόβια και θα τον καταδικάσει κατά πλειοψηφία σε κάθειρξη είκοσι ετών.
Οι δικαστές με πλειοψηφία 6-1 τον έκριναν ένοχο χωρίς ελαφρυντικά, δεχόμενοι όμως μειωμένο καταλογισμό. Με το σκεπτικό αυτό διαφώνησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο οποίος χαρακτήρισε «επιεική» την απόφαση, ενώ μαζί του συμφώνησαν και οι συγγενείς του θύματος, «Κριθήκατε επιεικώς, δεδομένου ότι είστε πατέρας τριών παιδιών», είπε ο πρόεδρος του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών προς τον 44χρονο δικηγόρο.
Ο ίδιος δέχθηκε αμίλητος την απόφαση, ενώ ο δικηγόρος του Δημήτρης Τσοβόλας είπε ότι πρόκειται για δίκαιη απόφαση.
Αποζημίωση
Η οικογένεια της Αντας Σίμου, οι γονείς και η αδελφή της, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη ζητώντας αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν. Βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι ο κατηγορούμενος διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία. Το Εφετείο επιδίκασε σε καθέναν από τους δύο γονείς 200.000 ευρώ και στην αδελφή 150.000 ευρώ για τη βαριά ψυχική οδύνη που υπέστησαν.
Ο Κούλας ζήτησε την αναίρεση της απόφασης στη συνέχεια από τον Άρειο Πάγο, ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του Εφετείου, με την οποία επιδικάσθηκε η αποζημίωση στους γoνείς και την αδελφή της Αντας Σίμου, έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα αιτιολογία.