Η Σφαγή για το διαλυμένο προξενιό
Η πλειοψηφία των γυναικών όταν φτάσουν στο να διαπράξουν ένα έγκλημα, συνήθως χρησιμοποιούν μέσα τα οποία είναι αναίμακτα, όπως για παράδειγμα δηλητήριο, αποφεύγοντας την άμεση επαφή με το θύμα. Ίσως λόγο της θέας του αίματος, ίσως λόγω του ότι δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν την μυϊκή τους δύναμη, κανείς δεν ξέρει. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις. Η Νίκη Ρ. ήταν μία από αυτές.
Το «προξενιό»
Η ζωή στις μικρές πόλεις, είναι λίγο ιδιόμορφη, και ειδικά όταν έχεις φτάσει στην ηλικία των 45χρονών όπως η Νίκη Ρ που ζούσε στην Άρτα, τότε οι πιθανότητες για την διακαή «αποκατάσταση» λιγοστεύουν ακόμη περισσότερο, με τα επακόλουθα της. Οι γνωστές πιέσεις του περιβάλλοντος, τα διάφορα αθώα «άντε πότε θα σε δούμε νυφούλα», «άντε και στα δικά σου» και με μειωμένες τις «επιλογές» ήρθε το «προξενιό» που ήταν ιδιαίτερα προσφιλής μέθοδος αποκατάστασης μίας μεγάλης μερίδας ανύπαντρων «κορασίδων» την δεκαετία του 80’, άλλες εποχές, άλλα έθιμα…
Κάπως έτσι έγινε η γνωριμία της Νίκης με τον 48χρονο Γρηγόρη που ζούσε στην Αθήνα, στην «πρωτεύουσα», με προξενιό, και αρραβωνιάστηκαν.
Η Νίκη ζούσε το όνειρο της, κάνοντας σχέδια για το μέλλον, όταν θα έβγαινε νύφη από την εκκλησία και θα έμπαινε στο καινούργιο της σπιτικό πλέον σαν κυρία Παπαδάτου. Μπορεί ο γάμος της να μην γινόταν από έρωτα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, οι έρωτες ξεθυμαίνουν, δεν κρατάνε στον καιρό, η αγάπη όμως μπορεί να έρθει με τον καιρό…
Κάπως έτσι πέρασαν οκτώ μήνες και η Νίκη ζώντας το όνειρο της, προσπαθούσε όλο αυτό το διάστημα να «δέσει» ακόμη περισσότερο τον «γαμπρό» χρησιμοποιώντας «μάγια» και «μαντζούνια», αναζητώντας μέσα από τις καφετζούδες και την χαρτομαντεία την επιβεβαίωση του μέλλοντος της, δίπλα στον Γρηγόρη. Τα ίδια ενδιαφέροντα είχε και η 43χρονη αδελφή του Γρηγόρη Καίτη και η φίλη της, η 38χρονη Παναγιώτα Χριστοδουλοπούλου.
Όμως δυστυχώς για την ευκολόπιστη Νίκη, κανένας μάγος ή μέντιουμ, δεν μπορούσε να δει μέσα στο μυαλό του Γρηγόρη. Η αλήθεια είναι ότι ο 48χρονος Γρηγόρης δεν «καιγόταν» ιδιαίτερα να παντρευτεί, και η Νίκη δεν ήταν δα και κανένα «κελεπούρι», θα μπορούσε να βρει κάποια πολύ καλύτερη.
Όσο περνούσε ο καιρός η μετάνοια του Γρηγόρη για το προξενιό έγινε εντονότερη και άρχισε να απομακρύνεται σιγά – σιγά. Σχεδόν οκτώ μήνες μετά τον αρραβώνα, τον διέλυσε, και μαζί διέλυσε και τα σχέδια που είχε κάνει η Νίκη για την «αποκατάσταση» της.
Το τέλος του Ονείρου
Η Νίκη επέστρεψε στην Άρτα πληγωμένη και ταπεινωμένη έχοντας βαθιά μέσα στο μυαλό ριζωμένη μία σκέψη και μόνο. Πώς για όλα έφταιγε η «μέλλουσα» κουνιάδα της η Καίτη, «αυτή έβαλε στα λόγια τον Γρηγόρη και διέλυσε τον αρραβώνα» σκεφτόταν η Νίκη, και η σκέψη της, έγινε εμμονή.
Στις 25 Νοεμβρίου 1989 τηλεφώνησε από την Άρτα στην Καίτη Παπαδάτου και της είπε ότι θα κατέβαινε στην Αθήνα με την Μαργαρίτα, ένα μέντιουμ που ήξερε από τελετές. Οι δύο γυναίκες συμφώνησαν να συναντηθούν στις 26 Οκτωβρίου στο διαμέρισμα της Χριστοδουλοπούλου, στην οδό Καπιδάκη 9 στα Κάτω Πατήσια. Την επόμενη μέρα, στις 14.30 η Ροδανού πήγε μόνη της στην γκαρσονιέρα της Χριστοδουλοπούλου, όπου την περίμεναν οι δύο γυναίκες.
Η Νίκη είπε στις δύο γυναίκες ότι έπρεπε να σταθούν γονατισμένες μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, και στο πλάι έπρεπε να καίνε τρία αναμμένα κεριά. «Κλείστε τα παράθυρα, ανάψτε τα κεριά και μόλις καούν θα πάρω τη Μαργαρίτα να έρθει», τους είπε. «Όπως λιώνει το κερί, έτσι να λιώσει η ζωή σου», σκεφτόταν η 45χρονη Νίκη για την αδελφή του αρραβωνιαστικού της, όταν άναβε τα κεριά για να αρχίσει την τελετή μαγγανείας. Ύστερα κάθισαν οι τρεις τους να πιούν καφέ.
Την ώρα που έπιναν καφέ η Νίκη επανάφερε το θέμα του αρραβώνα της με τον Γρηγόρη. Η Καίτη άφησε να εννοηθεί ότι δεν συμφωνούσε με τον αρραβώνα τους, και παραδέχτηκε ότι επεδίωκε την διάλυση του, για να παντρευτεί ο αδελφός της μία άλλη γυναίκα που ήθελε. Στην κουβέντα μπήκε και η 38χρονη Γιώτα Χριστοδουλοπούλου συμφωνώντας με την Καίτη, και στηρίζοντας την. Τα πνεύματα άναψαν, και η Καίτη θυμωμένη πήγε στην κρεβατοκάμαρα για να πάρει την τσάντα της και να φύγει.
Αντιμέτωποι με την φρίκη
Ο Νίκος Παπαδάτος με τον αδερφό του Γρηγόρη, μάταια αναζητούσαν την Καίτη, την αδερφή τους, δεν μπορούσαν να την βρουν πουθενά εδώ και δύο μέρες. Σαν να μην έφτανε αυτό, και η φίλη της, η Γιώτα ήταν άφαντη. Αφού έψαξαν όπου μπορούσαν, τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι της Γιώτας Χριστοδουλοπούλου, έχοντας κακό προαίσθημα.
Στα επανειλημμένα χτυπήματα, δεν άνοιγε της την πόρτα, και αποφάσισαν να καλέσουν κλειδαρά, για να την ανοίξουν.
Οι δύο άντρες μπαίνοντας στο εσωτερικό του διαμερίσματος βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Η αδερφή τους η Καίτη, και η φίλη της Γιώτα βρισκόταν κατακρεουργημένες στο πάτωμα, μέσα σε μία τεράστια λίμνη αίματος.
Οι έρευνες
O ιατροδικαστής που κλήθηκε στην αυτοψία του χώρου, και για την συλλογή των στοιχείων, ο Νίκος Μπεναρδής μέτρησε συνολικά 24 χτυπήματα στα κεφάλια των θυμάτων.
Οι αστυνομικοί που ανέλαβαν την εξιχνίαση του διπλού εγκλήματος κάλεσαν πάνω από 130 υπόπτους για καταθέσεις. Οι υποψίες στράφηκαν στον πρώην αρραβωνιαστικό της Χριστοδουλοπούλου, καθώς δεν είχαν χωρίσει και με τον καλύτερο τρόπο. Όμως ο άνθρωπος αυτός είχε ακλόνητο άλλοθι.
Μερικές μέρες μετά το έγκλημα δυο ακόμη στοιχεία που συνέλεξαν οι άνθρωποι του εγκληματολογικού εργαστηρίου θα στρέψει τις έρευνες στην σωστή κατεύθυνση. Στα χέρια της 38χρονης Γιώτας Χριστοδουλοπούλου βρέθηκαν τούφες από γυναικεία μαλλιά που μαρτυρούσαν ότι στον χώρο, την στιγμή του εγκλήματος υπήρχε κι άλλη γυναίκα, και κάποια «ορφανά» ματωμένα δαχτυλικά αποτυπώματα.
Στις 11 Νοεμβρίου 1989 η Νίκη Ρ. κλήθηκε να καταθέσει στην ασφάλεια της Άρτας ότι γνώριζε για την υπόθεση. Στην πρώτη της κατάθεση ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν πάτησε το πόδι της στην γκαρσονιέρα, και αφέθηκε ελεύθερη. Όταν όμως τα αποτυπώματά της διασταυρώθηκαν με αυτά που είχαν βρεθεί στο σπίτι των Κάτω Πατησίων, κλήθηκε για δεύτερη φορά στην Ασφάλεια της Άρτας και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο τμήμα Ανθρωποκτονιών στην Αθήνα, αυτή τη φορά ως ύποπτη.
Η ομολογία
Η Νίκη Ρ ανακρινόμενη παρουσίασε μία ιστορία όπου πρωταγωνιστούσαν τρεις τούρκοι μάγοι που δήθεν την υπνώτισαν και ύστερα επιδόθηκαν σε σεξουαλικά όργια και μαγγανείες με τις δύο άλλες γυναίκες τις οποίες μετά σκότωσαν. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε πιστευτό από τους ανθρώπους της ασφάλειας και συνέχισαν την εξαντλητική ανάκριση. Η επιμονή των αστυνομικών τελικά έφερε το αποτέλεσμα που επιζητούσαν, και ομολόγησε τα πάντα με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των πράξεων της, και το κίνητρο που την οδήγησε στο έγκλημα.
Την μοιραία μέρα πήγε στην γκαρσονιέρα της Χριστοδουλοπούλου, όπου την περίμεναν οι δύο γυναίκες, ενώ η καφετζού έμεινε στο σπίτι του γιου της στην Καλλιθέα. «Τους υπέδειξα να ανάψουν τα κεριά όπως είπε το μέντιουμ, και όταν αυτά θα έλιωναν θα τηλεφωνούσα στην |μάγισσα» να πάει εκεί. Ύστερα καθίσαμε ήπιαμε καφέ . Όταν έφτασε η κουβέντα για τον αρραβώνα ρώτησα την Καίτη γιατί ήταν εναντίον μου, εφόσον τίποτε κακό δεν είχα κάνει, όμως αυτές μου επιτέθηκαν και άρχισαν να με βρίζουν, τότε θόλωσα».
Τότε η Παπαδάτου πήγε στην κρεβατοκάμαρα για να πάρει την τσάντα της και να φύγει. Όμως ήταν ήδη αργά. Η Νίκη Ρ εκτός εαυτού άαρπαξε έναν μπαλτά που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο της κουζίνας , έτρεξε πίσω από την Καίτη Παπαδάτου και την χτύπησε επανειλημμένα από πίσω στο κεφάλι .
Η 38χρονη Γιώτα, βλέποντας την φίλη της να πέφτει κάτω, όρμησε να την εμποδίσει, όμως η μανιασμένη γυναίκα πρόλαβε και της κατάφερε ένα χτύπημα στο χέρι. Ουρλιάζοντας από τον πόνο, έτρεξε πανικόβλητη προς το μπαλκόνι να φωνάξει βοήθεια, και όμως η 45χρονη Νίκη την πρόλαβε και της κατάφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι εξουδετερώνοντας την. Όταν αιμόφυρτη και εξουθενωμένη η γυναίκα έπεσε κάτω, η φόνισσα πήρε από το μπάνιο μία πετσέτα, την τύλιξε γύρο από το λαιμό της, και την έσφιξε με όλη της δύναμη, για να την αποτελειώσει.
Μετά τον φόνο η 45χρονη Νίκη Ρ έπλυνε τα χέρια της, έβγαλε τα ρούχα της, φόρεσε της σαγιονάρες της Χριστοδουλοπούλου και καθάρισε πρόχειρα τα αίματα από τα ρούχα και τα παπούτσια της. Όταν τελείωσε έβαλε σε μία πλαστική τσάντα τις ματωμένες σαγιονάρες , ένα πορτοφόλι της Χριστοδουλοπούλου χωρίς χρήματα, τον μπαλτά και πήγε στο σπίτι του Αιγύπτιου φίλου της Χασάν Γκαζί, όπου εν αγνοία του άφησε της σαγιονάρες και το πορτοφόλι τα οποία αργότερα βρέθηκαν. Τον μπαλτά τον πέταξε σε έναν κάδο στον Πειραιά, ο οποίος δεν βρέθηκε ποτέ.
Μετά τις δολοφονίες η 45χρονη πήγε στο σπίτι της Παπαδάτου, δήθεν για να δει τον πρώην αρραβωνιαστικό της, κοιμήθηκε στο κρεβάτι της γυναίκας που μόλις είχε δολοφονήσει, και την επόμενη μέρα έφυγε για την Άρτα.
Στον ανακριτή
Η δικογραφία διαβιβάστηκε στην εισαγγελία Αθηνών, όπου ο εισαγγελέας της άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση ιδιαζόντως απεχθή κατά συρροή, παράνομη οπλοχρησία και κλοπή και την παρέπεμψε στον Ανακριτή όπου πήρε προθεσμία για να απολογηθεί.
Η Νίκη Ρ παρ’ όλο που είχε ομολογήσει στην ασφάλεια, όταν ήρθε η ώρα του ανακριτή για να απολογηθεί, άλλαξε υπερασπιστική γραμμή, υποστηρίζοντας ότι στην Ασφάλεια πιέστηκε για να ομολογήσει την διπλή δολοφονία. Όμως τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον της ήταν ακλόνητα.
Η 45χρονη Νίκη Ρ με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέας και ανακριτή κρίθηκε προφυλακιστέα μέχρι να δικαστεί. Κατά την έξοδο της από το γραφείο του ανακριτή εντελώς ψυχρή δήλωσε στους δημοσιογράφους που βρισκόντουσαν έξω «Δεν κατάλαβα πώς έγινε».
Η δίκη
Στις 18 Δεκεμβρίου η Νίκη Ρ καθόταν στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση ιδιαζόντως απεχθή κατά συρροή, της 43χρονης Καίτης Παπαδάτου, και της 38χρονης φίλης της Γιώτα Χριστοδουλοπούλου. Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από περίεργους που ήθελαν από κοντά να δούνε την «μακελάρισσα» των Πατησίων.
Η δίκη ξεκίνησε με τις καταθέσεις των μαρτύρων, και το κλίμα στην αίθουσα φορτίστηκε ιδιαίτερα όταν κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας ο Νίκος Παπαδάτος, ο αδελφός της Καίτης. Ήταν ο πρώτος μάρτυρας, καθώς αυτός είχε βρει νεκρές τις δύο γυναίκες.
Ξαφνικά όρμησε πάνω στην Νίκη Ρ, την έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε να την κλωτσάει με μανία. Οι αστυνομικοί παρ’ όλο που αντέδρασαν άμεσα, δεν πρόλαβαν να αποσοβήσουν την επίθεση του. «Ούτε τα ζώα δεν σφάζουν έτσι, καταραμένη γυναίκα», φώναζε. Οι αστυνομικοί επενέβησαν και τον έβγαλαν από την αίθουσα. Μόλις ηρέμησαν τα πράγματα, επανήλθε στην αίθουσα για να συνεχίσει την κατάθεση του.
«Σκότωσε την αδερφή μας, και είχε το θράσος να πάει το ίδιο βράδυ στο σπίτι μας να κοιμηθεί στο κρεβάτι της. Μας κορόιδευε και παρίστανε ότι συμμετείχε στο πένθος μας. Πίστευε ότι είχε κάνει το τέλειο έγκλημα. Στην Άρτα, μάλιστα λέγεται από παλιά είχε σκοτώσει ένα θείο της με τον ίδιο τρόπο. Το φονικό δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Αφού ο μάρτυρας εξιστόρησε πώς βρήκε τα δύο πτώματα, είπε για το κίνητρο του φόνου.
«Η κατηγορουμένη νόμιζε πώς αν έβγαζε από την μέση, την αδελφή μας, θα γινόταν απαραίτητη στον στον αδελφό μου τον Γρηγόρη αφού δεν θα υπήρχε άλλη γυναίκα να φροντίζει τον ίδιο και τους παράλυτους γονείς μας..».
«Σκότωσε την αδελφή μας και είχε το θράσος να πάει το ίδιο βράδυ στο σπίτι της και να κοιμηθεί στο κρεβάτι της», είπε στην κατάθεσή του. «Μας κορόιδευε και παρίστανε ότι συμμετείχε στο πένθος μας. Πίστευε ότι είχε κάνει το τέλειο έγκλημα. Στην Άρτα λέγεται ότι αυτή κρύβεται πίσω από τη δολοφονία ενός θείου της, που δεν εξιχνιάστηκε».
Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας της κατηγορουμένης, η Νίκη Ρ δήλωσε αθώα. «Δεν σκότωσα εγώ τις δύο γυναίκες, πάνε να μου φορτώσουν τους φόνους», είπε.
Λίγο αργότερα ισχυρίστηκε ότι ζαλίστηκε και την μετέφεραν στο κρατητήριο. Ο πρόεδρος διέκοψε την ακροαματική διαδικασία, ζητώντας να εξεταστεί από ιατροδικαστή. Ο Ιατροδικαστής όταν τελείωσε την εξέταση της, επέστρεψε στην αίθουσα δηλώνοντας ότι δεν είχε απολύτως τίποτε.
«Την βρήκα να καπνίζει στο κρατητήριο και από την εξέταση δεν διαπίστωσα να πάσχει από κάτι, μπορεί να παρακολουθήσει τη δίκη», είπε ο ιατροδικαστής Βύρων Κανάκης, αλλά η κατηγορούμενη προτίμησε να μην επιστρέψει στο εδώλιο και παρέμεινε στο κρατητήριο.
Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο βρήκε την Νίκη Ρ ένοχη και την καταδίκασε ομόφωνα σε δύο φορές ισόβια. Μία για κάθε ζωή που είχε αφαιρέσει.
Το Δεκέμβριο του 1994 το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, το οποίο την δίκασε σε δεύτερο βαθμό, επικύρωσε την ποινή της. Η Νίκη Ρ κατά την αποχώρηση της από το δικαστήριο άρχισε να βρίζει και να καταριέται τους πάντες πριν επιστρέψει στις φυλακές της Θήβας.
Η Υπόθεση της Νίκης Ρ μεταφέρθηκε στην μικρή οθόνη από την τηλεοπτική σειρά «Η ανατομία ενός εγκλήματος» και το επεισόδιο είχε τον τίτλο «Μαγικός έρωτας». Η μεταφορά είναι για ευνόητους λόγους παραποιημένη, όπως άλλωστε γίνεται πάντα…