Η «Εξαφάνιση» της Ανθής Λινάρδου
Παραμονές Χριστουγέννων Στο Βελβεντό, μια κωμόπολη έξω από την Κοζάνη, η 37χρονη Ανθή Λινάρδου κάθεται στον καναπέ του μεγάλου σαλονιού και πλέκει «μανιασμένα». Τα παιδιά της, ο 8χρονος Μανώλης και οι πεντάχρονες δίδυμες Ευανθία με την Παρασκευή, βρίσκονται στο σχολείο, ενώ ο άνδρας της, ο Τάσος, στα κτήματα.
Η Ανθή θέλει να σηκωθεί, να περπατήσει, να τρέξει, να φύγει από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού που αισθάνεται να την πνίγουν, αλλά δεν μπορεί. Το πόδι της είναι σπασμένο από «γλίστρα στη σκάλα», όπως λέει η γειτονιά. Σταματάει να πλέκει και κοιτάζει ανέκφραστη το κενό βυθισμένη στις αναμνήσεις της. Θυμάται τα παιδικά της χρόνια στον Πειραιά, τη χαρά της όταν πέρασε στο ΤΕΙ Μηχανολογίας Κοζάνης, τη γνωριμία της με τον Τάσο, τον γάμο τους στην κεντρική εκκλησία του χωριού, το ξέφρενο γλέντι, τον ερχομό των λατρεμένων της παιδιών…
Ενώ ξεκίνησε την αναπόληση ευχάριστα, το χαμόγελο της παγώνει όταν φέρνει στο μυαλό της το μίσος που τρέφει για εκείνην η πεθερά της και η αντιπάθεια του πεθερού της κάθε φορά που την κοιτάζει. Οι προσβολές που έχει ακούσει όλα αυτά τα χρόνια από τις αδελφές του άνδρα της. Θέλει να φύγει, αλλά δεν μπορεί…Και δεν είναι μόνο το σπασμένο πόδι που την κρατά αιχμάλωτη στο σπίτι…
Όμως η Ανθή από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της εδώ την αγάπησαν. Όλοι, εκτός από την οικογένεια του άντρα της, που δεν την ήθελε ποτέ. Μικρή επαρχιακή κωμόπολη το Βελβεντό, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά. Κάθε κίνηση είναι εκτεθειμένη στην κριτική ματιά του κόσμου. Πίσω από τους πέτρινους τοίχους των παραδοσιακών σπιτιών όλοι γνώριζαν την αλήθεια: με την οικογένεια του Μανώλη Τσιουχάρα κάτι δεν πήγαινε καλά.
Θα πάρει τα παιδιά και θα φύγει… θα πάει στη μάνα της… στην αδελφή της… στις παιδικές της φίλες στον Πειραιά… εκεί που υπάρχει αγάπη…. Του το είχε όταν πήγαν στον Πειραιά, ότι δεν άντεχε πλέον.
Είναι Σάββατο 9 Ιανουαρίου όταν ο Τάσος επιστρέφει στο σπίτι, νευρικός, απότομος, έτοιμος να πιαστεί στα χέρια για το παραμικρό. Η ώρα πλησιάζει 11 και η Ανθή έχει ξαπλώσει. Τα τρία παιδιά κοιμούνται παραδίπλα και η τηλεόραση είναι ανοιχτή. Λίγα λεπτά αργότερα κάποιοι περαστικοί ακούνε φωνές από το σπίτι της οικογένειας Τσιουχάρα. Κι ύστερα σιγή…
Η Εξαφάνιση
Είναι Κυριακή 10 Ιανουαρίου, και Τάσος Τσιουχάρας κατευθύνεται στο Αστυνομικό Τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνιση της Ανθής, η οποία του είπε ότι θα βγει για ένα ποτό με μια φίλη της κι έκτοτε αγνοείται.
Λίγο αργότερα, μία φίλη της Ανθής τηλεφωνεί στον Τάσο για να μάθει τι συμβαίνει: «Τι να σου πω τώρα κι εσένα; Όταν γύρισα στο σπίτι το βράδυ του Σαββάτου, τη βρήκα μέσα στα νεύρα. Μου είπε πως δεν μπορεί άλλο με τα παιδιά και πως βγαίνει να πιει ένα ποτό. Να φανταστείς πως από τα νεύρα της, έβγαλε μόνη της τον νάρθηκα και έφυγε. Όχι, δεν μαλώσαμε».
Ενώ ο κόσμος ζει μέσα στην παραζάλη των εορτών η είδηση της εξαφάνισης της Ανθής ταξιδεύει με ταχύτητα αστραπής στο Βελβεντό συγκλονίζοντας την τοπική κοινωνία και την ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης. Άπαντες κινητοποιήθηκαν για την ανεύρεσή της κοπέλας από την πρώτη στιγμή, στο άκουσμα της είδησης.
Η Ασφάλεια Κοζάνης, , προκειμένου, να εντοπίσει την γυναίκα, ζήτησε από καταστηματάρχες του Βελβεντού να ανοίξουν τις κάμερες ασφαλείας και να δουν το καταγεγραμμένο υλικό, αλλά όπως φαίνεται, ούτε και αυτό στάθηκε ικανό να δώσει κάποιο νέο στοιχείο. Από το πρωί της Δευτέρας 11 Ιανουαρίου, Αστυνομική δύναμη της Κοζάνης, η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης Κοζάνης, μαζί με τους κατοίκους του Βελβεντού, χτένισαν κυριολεκτικά το χωριό περιμετρικά, αλλά και εντός του χωριού, ενώ οι βατραχάνθρωποι πέφτουν στη λίμνη Πολυφύτου.
Όλοι ρωτούν, όλοι ανησυχούν, όλοι αγωνιούν. Η σχεδόν όλοι καλύτερα….
Η έκθεση στα ΜΜΕ
Με ιδιαίτερη ψυχραιμία ο σύζυγος της Ανθής δίνει τις λεπτομέρειες του συμβάντος στο Kozanilife.gr .
«Όταν γνωρίζεις κάποιον δέκα χρόνια τον καταλαβαίνεις. Εάν μου είχε πει κάτι, δε θα την άφηνα να φύγει . Η σύζυγός μου από το απόγευμα του Σαββάτου έδειχνε ότι κάτι την απασχολούσε, ήταν καταβεβλημένη και η αιτιολογία ήταν ότι είχε μαλώσει τα παιδιά. Γύρω στις 21:30 το βράδυ του Σαββάτου μου είπε ότι θα βγει και γύρω στις 10 παρά βγήκε για ποτό. Εγώ είχα αποκοιμηθεί, δεν την είδα να βγαίνει.
Κατά τις 23:00 το βράδυ, ξύπνησα και είδα ότι δεν επέστρεψε, αλλά δεν ανησύχησα, γιατί είχε περάσει μόνο μία ώρα. Το πρωί διαπίστωσα ότι δεν είχε επιστρέψει, άρχισα να ανησυχώ και κάλεσα την Αστυνομία. Δεν πήρε μαζί της προσωπικά αντικείμενα, χρήματα, κινητό, ούτε και ρούχα. Είχε κάταγμα στο πόδι, είχε βγάλει την Παρασκευή τον γύψο και ήταν με τον νάρθηκα. Βέβαια, έβγαλε και τον νάρθηκα, παρόλο που ο γιατρός της είπε να μην τον βγάλει και περπατούσε με πατερίτσες».
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν μόνο ο σύζυγος ψύχραιμος, αλλά όλη η οικογένεια Τσιουχάρα δεν έδειχνε κανένα σημάδι ανησυχίας.
Ο πεθερός της δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι της έχει συμβεί κακό.
«Δεν έχει δώσει σημεία ζωής, όμως πιστεύω ότι δεν της έχει συμβεί κάτι. Έχω την εντύπωση ότι έφυγε με κάποιον. Ήταν συνεννοημένο το πράγμα. Έφυγε με σπασμένο το πόδι, δε μπορούσε να φύγει μόνη της. Δεν πήρε τίποτα μαζί της ούτε άφησε κάποιο σημείωμα. Δεν της άρεσε η ζωή εδώ και πιστεύω ότι έφυγε»…
Πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών ο κόσμος αρχίζει να σιγοψυθυρίζει ότι η Ανθή δεν έφυγε με την θέληση της, παρά τις δηλώσεις του πεθερού της ότι «το ’σκασε με άλλον…
Η Ανθή φοβόταν
Την ίδια ώρα, οι μαρτυρίες από την πλευρά του συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος της Ανθής, είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατούσε πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού του ζεύγους. Μία φίλη της με την οποία έκανε πολύ παρέα, είπε ότι μίλησε μαζί της το πρωί του Σαββάτου, στο κινητό ενώ στη συνέχεια, μίλησαν ξανά μετά το μεσημέρι, περίπου στις 16:00.
«Ήταν λίγο απογοητευμένη γενικώς η Ανθή. Δε ήταν στα πολύ καλά της αλλά έκανε σχέδια για το μέλλον. Έκανε αναβάθμιση το πτυχίο της, έκανε ταυτόχρονα ιταλικά, ονειρευόταν να βγει κάποια προκήρυξη και να μπει σε κάποια υπηρεσία. Να σταθεί στα πόδια της και να φτιάξει την Ανθή που είχε”. Η Ανθή σκεφτόταν να επιστρέψει στον Πειραιά.. Επειδή όμως δεν είχε δουλειά, μου έλεγε: Πού να πάω με τρία παιδιά; Το σκεφτόταν. Πολύ…»
Το μοιραίο λάθος
Οι έμπειροι αστυνομικοί της Ασφάλειας από την πρώτη στιγμή βλέπουν ότι κάτι δεν πάει «κολλάει» στην υπόθεση, ότι υπήρχαν πολλά κενά στις καταθέσεις του συζύγου.
Ιδιαίτερη εντύπωση στους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ έκανε το γεγονός ότι η Ανθή έφυγε από το σπίτι ξαφνικά χωρίς να πάρει τίποτα μαζί της, εγκαταλείποντας τα παιδιά της. Οι έρευνες στο σπίτι «έδειξαν» στους αστυνομικούς, από την πρώτη στιγμή, ότι η Ανθή δεν φαινόταν να είχε φύγει με τη θέλησή της.
Ενώ η 37χρονη είχε κάταγμα στο πόδι και φορούσε νάρθηκα, οι πατερίτσες της βρέθηκαν στο σπίτι. Σαν να μην έφτανε αυτό, βρέθηκαν επίσης τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε, και το κινητό της τηλέφωνο. Τα παραπάνω στοιχεία έκαναν τους έμπειρους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ και να στρέψουν τις έρευνες πάνω στον σύζυγο.
Ο ισχυρισμός του 40χρονου Τάσου Τσιουχάρα ότι η Ανθή πήγε για ποτό και δεν γύρισε ποτέ όχι μόνο δεν έπεισε τους έμπειρους αστυνομικούς της Ασφάλειας αλλά τους ώθησε να ερευνήσουν εξονυχιστικά το σπίτι του ζεύγους.
Ο Τάσος Τσιουχάρας επέμενε στην αρχική του κατάθεση και δεν «έσπασε» ούτε κατά τη δεύτερη κατάθεσή του, η οποία διήρκεσε 19 ολόκληρες ώρες .Κατά τη διάρκεια της οι αστυνομικοί μέσα από συνεχείς κι επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις προσπαθούσαν να τον κάνουν να ομολογήσει.
Οι συνεχείς αντιφάσεις στις οποίες έπεφτε διαρκώς, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία που είχαν συλλέξει, συνηγορούσαν στο ότι η άτυχη γυναίκα είχε πέσει θύμα του ίδιου της του συζύγου.
Το χωράφι
Στις 13 Ιανουαρίου 2016 πέφτει με τον πιο τραγικό τρόπο η αυλαία στο θρίλερ της εξαφάνισης της 37χρονης Ανθής Λινάρδου. Ένα χωράφι ιδιοκτησίας του Τάσου Τσιουχάρα λίγο πιο έξω από το κέντρο του Βελβεντού είχε κινήσει εξ’ αρχής τις υποψίες των αστυνομικών αρχών, καθώς είχε οργωθεί προσφάτως. Μάλιστα, εκείνο που παραξένεψε τους άνδρες της αστυνομίας ήταν το γεγονός ότι το χωράφι δεν είχε οργωθεί ολόκληρο, αλλά μόνο σε ένα του τμήμα.
Σε αυτή την έκταση καλλιεργήσιμης γης θα λάβει τέλος το πολυήμερο θρίλερ αναζήτησης της Ανθής Λινάρδου, με το πανελλήνιο να «παγώνει» μπροστά στις καταιγιστικές και σοκαριστικές εξελίξεις.
Καθώς οι έρευνες συνεχίζονταν παρουσία του συζύγου, λίγο μετά τις 14:00 της Τετάρτης, ο εκσκαφέας έφερε στην επιφάνεια ένα μακάβριο εύρημα. Ήταν το χέρι της άτυχης Ανθής.
Ο αστυνομικός που βρισκόταν στο σημείο φώναξε αμέσως στους συναδέλφους του να συλλάβουν τον Τάσο Τσιουχάρα. Εκείνος προσπάθησε να ξεφύγει κι άρχισε να τρέχει. Παρά την αντίσταση που προέβαλε, οι αστυνομικοί τον πιάνουν και ομολογεί την ειδεχθή του πράξη, λέγοντας ένα απλό «την έπνιξα». Του περνούν χειροπέδες και τον οδηγούν στο αστυνομικό τζιπ το οποίο θα τον μεταφέρει στην Ασφάλεια Κοζάνης.
Η αστυνομία έχει διαλευκάνει την υπόθεση, όμως δυστυχώς είναι πια πολύ αργά για την 37χρονη Ανθή Λινάρδου.
Νεκροψία
Η γυναίκα βρέθηκε στο λάκκο σχεδόν ημίγυμνη θαμμένη με το νάρθηκα στο πόδι της, ενώ από το άλλο πόδι έλειπε το παπούτσι. Από την ιατροδικαστική έκθεση, προέκυψε πως ο δράστης πρώτα χτύπησε και μετά έπνιξε την άτυχη γυναίκα, καθώς έφερε κάταγμα στο κρανίο και εκχυμώσεις γύρω από τα μάτια πιθανότατα λόγω χτυπημάτων. Ο θάνατος της ήταν αποτέλεσμα πνιγμονής (πνιγμό), σύμφωνα με τα ευρήματα της νεκροψίας-νεκροτομής.
Οι πρώτες ώρες στο κελί
Αμίλητος με σκυφτό κεφάλι και παγωμένο βλέμμα, ο Τάσος Τσιουχάρας παραμένει για πολλές ώρες σε ένα μικρό κελί στην Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης. Οι αστυνομικοί, για να μην προκληθούν εντάσεις με άλλους προφυλακισμένους, έχουν το 40χρονο τις περισσότερες ώρες της ημέρας απομονωμένο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δράστης δεν έχει ζητήσει να δει κάποιο συγγενικό του πρόσωπο, αλλά ούτε τον έχει επισκεφθεί κάποιος φίλος ή γνωστός. Η μόνη επαφή που είχε ήταν με το δικηγόρο του κ. Ευάγγελο Παππά.
Βυθισμένος στις σκέψεις του, ο Τ. Τσιουχάρας το μόνο που έχει να πει στους αστυνομικούς που τον φρουρούν είναι ότι δεν είχε πρόθεση να πνίξει την γυναίκα του και πως όλα έγιναν χωρίς να το καταλάβει. Έμπειροι αστυνομικοί δηλώνουν πάντως εντυπωσιασμένοι από την ψυχραιμία που είχε επιδείξει ο δράστης κατά τη διάρκεια των ερευνών για τον εντοπισμό της γυναίκας του.
Ο αστυνομικός της ασφαλείας Κοζάνης που ανέκρινε τον συζυγοκτόνο αποκαλύπτει τις δραματικές ώρες της ανάκρισης αλλά και το πως έφτασαν στην αποκάλυψη της δολοφονίας.
«Μετά από 20 ώρες που τον είχα μπροστά μου τον κοίταξα και του είπα. Εσύ τη σκότωσες τη γυναίκα σου και όλα είναι θέατρο αυτό πιστεύω. Δεν τρομοκρατήθηκε καθόλου ακόμα και τη στιγμή που του είπα ότι βρήκαμε το πτώμα της γυναίκας του θαμμένο. Παρέμενε ψύχραιμος και μάλιστα προσπάθησε να δείξει δήθεν και έκπληκτο. Στην αρχή της έρευνας του είπα πως εγώ πιστεύω ότι αυτός σκότωσε τη γυναίκα του και ενώ περίμενα ότι θα γινόταν έξαλλος και θα έφτανε μέχρι και να με χτυπήσει, εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου.
Μάλιστα όταν ομολόγησε και μας περιέγραψε τα πάντα για τη δολοφονία και πως την έθαψε τον ρώτησα αν θέλει κάτι και ενώ περίμενα να μου ζητήσει κάτι που να έχει σχέση με τα παιδιά του, εκείνος ζήτησε νερό και αργότερα έφαγε κανονικά και το φαγητό που του πήγαμε στο κρατητήριο. Την ίδια ψύχραιμη στάση κράτησε και στο χωράφι όπου έγινε η έρευνα. Ήταν ατάραχος. Παρακολουθούσε τη σκηνή που σκάβαμε και το βλέμμα του δεν χαμήλωσε ούτε μια στιγμή. Η μόνη του κουβέντα όταν κατάλαβε ότι είχαν όλα αποκαλυφθεί ήταν: “ναι εγώ το έκανα”»
Όπως αποκαλύπτουν οι αστυνομικοί που ήταν δίπλα του, «πάγωσε» και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «εγώ τη στραγγάλισα και ας πάω ισόβια»…
Η Απολογία
«Στις 9 το βράδυ του Σαββάτου βρισκόμουν στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά. Αφού έβαλε τα παιδιά για ύπνο, τη ρώτησα αν ήθελε να φάει κρέπα και αφού μου απάντησε θετικά, προσφέρθηκα να πάω να της αγοράσω. Αφού την έφαγε πήγα στην κρεβατοκάμαρα όπου καθόταν μόνη της και γύρω στις 10 έκατσα μαζί της για να μιλήσουμε. Η συζήτηση αφορούσε στην απόφαση της Ανθής να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας να φύγει σε άλλο μέρος όπου θα έβρισκε δουλειά. Αυτή την απόφαση την είχε πάρει εδώ και μερικούς μήνες και μου την είχε ανακοινώσει και σε προγενέστερο χρόνο».
«Κάποια στιγμή και ενώ είχαμε έντονο διάλογο σε έντονο ύφος η Ανθή μού ανέφερε ότι δεν περνούσε καλά στο χωριό και ότι ήθελε να φύγει και ένας από τους λόγους ήταν η κακή σχέση που είχε με τη μητέρα μου. Της έλεγα ότι η μητέρα μου δεν την ενοχλεί και δεν έρχεται στο σπίτι μας απρόσκλητη και αυτή απαντούσε ότι της έκανε πόλεμο νεύρων και δεν της μιλούσε. Ενώ μιλούσα ήρεμα και προσπαθούσα να τη μεταπείσω, αυτή, όντας πολύ νευριασμένη, μου είπε “Αντε γ…. και εσύ και η μάνα σου”».
«Το μυαλό μου γύρισε. Βγήκα εκτός εαυτού και την έπιασα από τον λαιμό. Αυτή άρχισε να φωνάζει και να προσπαθεί να αμυνθεί χτυπώντας με και γρατζουνώντας με στο πρόσωπο. Εγώ προκειμένου να μην ακούσουν τα παιδιά που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο τι γινόταν και στην προσπάθειά μου να την κάνω να σωπάσει της έκλεισα και το στόμα, ενώ ταυτόχρονα της έσφιγγα τον λαιμό και τη χτυπούσα με μπουνιές στο πρόσωπο.
Η Ανθή αντιστεκόταν για πέντε με δέκα λεπτά μέχρι που πέθανε.
Κατά τη διάρκεια της πάλης μας, μάτωσε η μύτη της, με αποτέλεσμα να λερωθούν τα σεντόνια». «Μόλις κατάλαβα ότι η Ανθή πέθανε, πήγα αμέσως να δω αν είχαν ξυπνήσει τα παιδιά από τη φασαρία. Δεν είχαν καταλάβει τίποτα και κοιμόντουσαν. Τότε, πήρα το σώμα της με τα ρούχα που φορούσε -και συγκεκριμένα ένα γκρι κολάν και ένα ροζ μπλουζάκι- και το μετέφερα από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού μας στο υπόγειο γκαράζ. Το έβαλα στο αγροτικό, στη θέση του συνοδηγού, με τρόπο ώστε να μη φαίνεται από το παράθυρο.
Τη σκέπασα με ένα μπουφάν που είχα στο υπόγειο και αποφάσισα προκειμένου να μη τη βρει κανείς να τη θάψω σε ένα από τα χωράφια μου. Έτσι λοιπόν τη μετέφερα στο χωράφι μου στην τοποθεσία Ισκιώματα, όπου ήδη υπήρχε ένα σημείο που ήταν σκαμμένο από παλιά, καθώς είχα σκοπό να απομακρύνω μια τεράστια πέτρα η οποία βρισκόταν μέσα στο χώμα.
Την έριξα στο σημείο γύρω από την πέτρα που ήταν πιο βαθύ και με ένα φτυάρι που είχα πάρει μαζί μου από το σπίτι την κάλυψα πρόχειρα, ώστε να μη φαίνεται, με χώμα. Γύρισα στο σπίτι και έψαξα στην κρεβατοκάμαρα να δω τι ίχνη υπήρχαν και πώς θα μπορούσα να τα απομακρύνω. Το μόνο που υπήρχε ήταν τα αίματα στα σεντόνια και την παπλωματοθήκη. Αμέσως τα πήρα και τα έκαψα στον ξυλολέβητα που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού. Η ώρα κόντευε 24:00. Και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχα κάνει, να στεναχωριέμαι, να αγχώνομαι πάρα πολύ και παράλληλα να σκέφτομαι πώς δεν θα αποκαλύψει κανείς τι είχα κάνει ώστε να μπορέσω να συνεχίσω να μεγαλώνω εγώ τα παιδιά μου».
Το μυαλό του 40χρονου αγρότη, όπως ο ίδιος λέει, δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να σκέφτεται πώς θα «καθαρίσει».
«Κάποια στιγμή και ενώ είχα ήδη σκεφτεί την ιστορία που θα έλεγα σε όλους, ότι δηλαδή η Ανθή βγήκε έξω με την παρέα της και δεν γύρισε ποτέ, αποφάσισα να καλέσω στο κινητό της ώστε να φαίνεται ότι την αναζητούσα. Έμεινα ξύπνιος ως το πρωί αφού από την υπερένταση και τις τύψεις δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πρωί κατά τις 8 τηλεφώνησα στο 100 και δήλωσα την εξαφάνιση. Στη συνέχεια πήρα τηλέφωνο και τη μητέρα της, που ήταν στο Πέραμα, και της είπα την ιστορία που είχα σκεφτεί. Κατά τις 10:20 άρχισα να παίρνω και άλλους γνωστούς και φίλους ενημερώνοντάς τους για την εξαφάνιση και σκηνοθετώντας παράλληλα το σκηνικό που θα κατεδείκνυε ότι την αναζητούσα. Σε αυτή την προσπάθεια γυρνούσα μέσα στο χωριό αλλά και σε διάφορα άλλα σημεία προσποιούμενος ότι την αναζητώ».
«Το σχέδιό του να σβήσει κάθε ίχνος που τον ενοχοποιούσε είχε συνέχεια το απόγευμα της Δευτέρας και ήταν σατανικό: «Πήρα το τρακτέρ μου, έζεψα το φρεζάκι και πήγα στο χωράφι που είχα θάψει την Ανθή για να το φρεζάρω. Το έκανα ώστε να φαίνεται σε όλη την επιφάνεια σκαμμένο και να μην ξεχωρίζει το σημείο που την είχα θάψει. Αφού τέλειωσα το φρεζάρισμα κατά τις 18:00, άφησα το τρακτέρ στην αποθήκη και επέστρεψα στο σπίτι. Στη συνέχεια έκατσα εκεί μέχρι που κοιμήθηκα».
Η προφυλάκιση
Μετά το πέρας της πολύωρης απολογίας, ο εισαγγελέας και ανακριτής αποφάσισαν την προσωρινή κράτηση του 40χρονου που ομολόγησε ότι σκότωσε και έθαψε σε χωράφι την 37χρονη γυναίκα του. Βγαίνοντας από το γραφείο του ανακριτή έρχεται αντιμέτωπος με τους δημοσιογράφους και τις τηλεοπτικές κάμερες, που τον περίμεναν στις σκάλες. Μπροστά στους δημοσιογράφους κράτησε το στόμα του κλειστό…
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του δέχτηκε καταιγισμό ερωτήσεων και απάντησε με ψυχραιμία σε όλες. Τα προβλήματα στη σχέση με τη γυναίκα του, τη στιγμή του φονικού, την απόφαση να πάρει το πτώμα και να το θάψει σε ένα από τα χωράφια του αλλά και τις επόμενες μέρες όταν έπαιζε θέατρο για να ξεγελάσει τις αρχές.
Κανένας δεν στέκεται στο πλευρό του Τάσου Τσιουχάρα.
Ο πατέρας του δήλωσε πως δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ. «Η Ανθή ήταν μαζί μου πάρα πολύ καλή. Με τη γυναίκα μου, επειδή είχε κουραστεί, ψευτολογοφέραν και εδώ και ενάμιση χρόνο δεν της μιλούσε η γυναίκα μου. Παραπονιόταν η Ανθή για τις δουλειές πάρα πολύ και έλεγε ότι κουράζεται» . Η μητέρα του δήλωσε πως ντρέπεται για το κακό που έγινε. Η ίδια είχε πει στον γιο της να αφήσει την Ανθή Λινάρδου να φύγει. «Χίλιες φορές παρά το κακό που έγινε» τονίζει…
Η δίκη
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2016 λίγο μετά τις 10:00 ξεκίνησε στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καστοριάς η δίκη του Τάσου Τσιουχάρα, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας της συζύγου του, Ανθής Λινάρδου. Τα μέτρα της Αστυνομίας ήταν δρακόντεια, τόσο κατά τη μεταφορά του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, όσο και στην αίθουσα, όπου πραγματοποιούνταν σωματικός έλεγχος σε όποιον έμπαινε, με το κλίμα να είναι ιδιαίτερα φορτισμένο.
Στην αρχή της ακροαματικής διαδικασίας ο Πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο τι έχει να πει για τις κατηγορίες που του καταλογίζονται. «Ζητώ συγνώμη για την πράξη μου»: Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την απολογία του ο Τάσος Τσιουχάρας, δείχνοντας μετανιωμένος για ότι έχει κάνει.
Η συνήγορος της υπεράσπισης τόνισε πως ο πελάτης της ενήργησε εν βρασμώ ψυχής και πως δεν είχε προσχεδιασμένο τίποτα. Ο δολοφόνος περιέγραψε το όσα είχαν συμβεί το μοιραίο βράδυ του Σαββάτου, με την άτυχη Ανθή Λινάρδου να τον βρίζει και τον ίδιο να προσπαθεί να την κάνει να σωπάσει κλείνοντάς τη το στόμα και χτυπώντας την, όπως ο ίδιος περιγράφει.
Στην κατάθεσή της η μητέρα της Ανθής Λινάρδου ανέφερε πως η κόρη της δεν περνούσε καλά με τον σύζυγό της με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να έχει αποπειραθεί να φύγει με τα παιδιά της, όπου την γύρισε πίσω ο άντρας της. Η ίδια την συμβούλεψε να απευθυνθεί σε δικηγόρο και να μην κάνει αυθαίρετες κινήσεις με τα παιδιά. «Που να ήξερα τι θα συμβεί», συμπλήρωσε η μητέρα της Ανθής, εμφανώς καταβεβλημένη. «Η απάθειά του ήταν εντυπωσιακή κατά τη διάρκεια των ερευνών στο Βελβεντό».
Ο συζυγοκτόνος ξεκίνησε την απολογία του λέγοντας:
«Είχαμε ερωτευθεί παράφορα με την Ανθή. Αφοσιώθηκα στην οικογένειά μου πλήρως. Η Ανθή είχε παράλογες απαιτήσεις, ενώ είχε γίνει πολύ οξύθυμη τελευταία και ήταν αυταρχική. Προσπαθούσα να της κάνω όλα τα χατίρια. Μου είχε πει ότι ήθελε να χωρίσουμε. Την αγαπούσα και συνεχίζω να την αγαπάω. Στις 23 Δεκεμβρίου κατεβήκαμε στην Αθήνα και στις 31 εγώ ξανακατέβηκα μόνος. Της είχα πάρει δώρα και μπότες. Είχε βγάλει τον νάρθηκα».
Για το μοιραίο βράδυ ο Τάσος Τσιουχάρας κατέθεσε:
«Επιστρέφοντας το μοιραίο βράδυ στις 21:00, η Ανθή πήγε να ξαπλώσει. Είδα ότι κάτι την απασχολούσε. Πήγα με ήρεμο τρόπο και της είπα: Τι κάνεις; Είσαι κουρασμένη; Εκείνη μου απάντησε πως δεν είχε όρεξη και με έδιωξε. Θύμωσα και της είπα: γιατί το κάνεις αυτό; Να προσπαθήσουμε. Εκείνη μου είπε πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε.
Κοίταξα τα μηνύματά της στο κινητό, και όταν της είπα λεπτομέρειες, εκείνη μου είπε να μη σε νοιάζει τι κάνω εγώ. Της απάντησα πως δε θέλω να χωρίσουμε και τη ρώτησα ποιος είναι ο λόγος που θέλει εκείνη να χωρίσουμε. Μήπως είναι τα μηνύματα που ανταλλάσσεις; τη ρώτησα… Με έβρισε… Δε θυμάμαι από εκεί και πέρα τι με έπιασε… Θόλωσα, την έπιασα από το λαιμό, στο ενδιάμεσο τη χτύπησα… Δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ πως… Και μετά κατάλαβα ότι δεν ανταποκρίνεται αλλά ήταν πλέον αργά. Προσπαθούσε να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε… Αυτό που μου προκάλεσε αυτή την αντίδραση ήταν το ότι μου επιτέθηκε εκείνη.
Κάθισα να σκεφτώ, τι θα κάνω; Προσπαθούσα να βάλω σε μια σειρά τα πράγματα και τις σκέψεις μου στο μυαλό μου. Θυμάμαι ότι έκλαιγα. Δεν ζήτησα βοήθεια γιατί ήταν πλέον αργά. Εγώ φταίω για αυτό που συναίβει και πρέπει να τιμωρηθώ.Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν τα παιδιά. Φοβήθηκα ότι θα μου τα πάρουν. Πήρα την απόφαση να εξαφανίσω το πτώμα για να αποφύγω τις συνέπειες. Την έβαλα στο φορτηγάκι ώστε να μη φαίνεται, έτρεχα σαν τρελός και προσπαθούσα να σκεφτώ που να πάω το πτώμα.
Σκέφτηκα να πάω στη λίμνη. Μετά, σκέφτηκα το χωράφι… Κινήσεις πανικού. Προσπάθησα να βρω μια πειστική ιστορία… Δεν κοιμήθηκα κανονικά από τότε και δεν ξέρω πότε θα ξανακοιμηθώ κανονικά… Ζητάω συγνώμη για την πράξη μου, ο Θεός να με συγχωρέσει…»
Συμπληρωματικά, στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας ο Τάσος Τσιουχάρας ανέφερε: «Προσπαθούν να με αποξενώσουν από τα παιδιά μου και εμένα και τους γονείς μου. Θέλω να δω τα παιδιά μου!».Στο σημείο εκείνο επικράτησε ένταση από την πλευρά τόσο του πατέρα της Ανθής Λινάρδου όσο και από την αδερφή της, λέγοντας: «Τα παιδιά να τα αφήσεις ήσυχα!».
Η Καταδίκη
Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καστοριάς υιοθετώντας ομόφωνα την εισαγγελική πρόταση καταδίκασε χωρίς κανέναν ελαφρυντικό σε ισόβια κάθειρξη τον Τάσο Τσιουχάρα για τη δολοφονία της γυναίκας του Ανθής Λινάρδου στο Βελβεντό. Παράλληλα επέβαλε και την ποινή κάθειρξης ενός έτους για περιύβριση νεκρού. Η πρόταση των ενόρκων σε ό,τι αφορά την ενοχή του δράστη του στυγερού εγκλήματος ήταν ομόφωνη.
Η επιμέλεια
Στις 17 Μαρτίου 2017 ανατέθηκε με οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, η αποκλειστική γονική μέριμνα των τριών ανήλικων παιδιών στη μητέρα της άτυχης Ανθής Λινάρδου, η οποία αφαιρέθηκε καθ’ ολοκληρίαν από τον πατέρα τους απορρίπτοντας στο σύνολό της την αντίστοιχη αίτηση που κατέθεσε η πατρική γραμμή , ενώ εκδόθηκε και η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων για την επικοινωνία των παιδιών με τον παππού και τη γιαγιά της πατρικής γραμμής.
Μέχρι στιγμής, η πατρική πλευρά, δεν φαίνεται να έχει ασκήσει έφεση, όπως έχει το δικαίωμα για τη γονική μέριμνα των παιδιών, ενώ δεν έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που τους το επιτρέπει. Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων για την επικοινωνία των παιδιών με τον παππού και τη γιαγιά της πατρικής πλευράς, που βρίσκονται στο Βελβεντό Κοζάνης, ορίζει την επικοινωνία τους, κάθε πρώτο και τρίτο Σαββατοκύριακο του μήνα, χωρίς όμως το δικαίωμα της διανυκτέρευσης.
Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούν να βλέπουν τα εγγόνια τους εφόσον μεταβούν στην Αθήνα, χωρίς όμως να μπορούν να διανυκτερεύσουν μαζί τους.
Ξανά στο εδώλιο
Στις 24 Ιανουαρίου 2018 θα βρεθεί εκ νέου ο συζυγοκτόνος Αναστάσιος Τσιουχάρας στην δικαστική αίθουσα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών σαν κατηγορούμενος για συμφωνία μεταξύ αυτού και συγκρατούμενου του, στο σωφρονιστικό κατάστημα Φελλίου Γρεβενών, όπου εξέτιε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, όπου κατά τη διάρκεια της άδειας του δεύτερου, θα προκαλούσε σωματική βλάβη στη μητέρα της Ανθής Λινάρδου.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η διερεύνηση της κατηγορίας του Αναστάσιου Τσιουχάρα, ξεκίνησε από τηλεφώνημα – καταγγελία που δέχθηκε τηλεοπτική εκπομπή, καθώς και συγγενικό πρόσωπο της μητέρας της Ανθής, οι οποίοι ενημέρωσαν τις αρχές και η διαδικασία κινήθηκε αυτεπάγγελτα.
Η δίκη ξεκινά χωρίς τον βασικό μάρτυρα κατηγορίας στις 11:00
Ο δημοσιογράφος τηλεοπτικής εκπομπής ο οποίος φέρεται να δέχτηκε την καταγγελία από συγκρατούμενο του Τάσου Τσιουχάρα στις φυλακές των Γρεβενών, επικαλούμενος επαγγελματικούς λόγους, δεν παραβρέθηκε στο δικαστήριο, στέλνοντας με επιστολή την κατάθεσή του και ζητώντας από το Δικαστήριο πως σε περίπτωση που δεν δοθεί η αναβολή, να αναγνωστεί η έγγραφη κατάθεσή του.
Από την πλευρά της υπεράσπισης του Τάσου Τσιουχάρα, η συνήγορός του Ασημίνα Μαγγόλα ζήτησε από το Δικαστήριο με Εισαγγελική παραγγελία να γίνει άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, ώστε να διαπιστωθεί εάν ευσταθεί η κατηγορία, κάτι το οποίο δεν έγινε δεκτό από τον Πρόεδρο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών, μιας και η συγκεκριμένη ενέργεια δεν πληροί της προϋποθέσεις και αφορά συγκεκριμένες υποθέσεις κακουργημάτων και μόνο.
Επίσης, από την πλευρά του κατηγορουμένου κατατέθηκε μήνυση κατά παντός υπευθύνου για την συγκεκριμένη υπόθεση. Στο τέλος της δίκης, δεν έλειψε η ένταση στην δικαστική αίθουσα, όταν συγγενικό πρόσωπο της Ανθής Λινάρδου έχασε την ψυχραιμία του και προσπάθησε να επιτεθεί στον Τάσο Τσιουχάρα. Η δίκη αναβλήθηκε για τις 9 Μαΐου 2018 όμως και πάλι η υπόθεση δεν εκδικάστηκε.
Αναμένεται η εκδίκαση της δίκης σε δεύτερο Βαθμό στο Εφετείο.