Η Δολοφονία του Θεόδωρου Βουλγαρίδη στο Μόναχο

Η δολοφονία του Θεόδωρου Βουλγαρίδη ήταν κομμάτι του παζλ, μίας σειράς ρατσιστικών φόνων που συγκλόνισαν τη Γερμανία, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα τις αρχές της…

Ήταν 15 Ιουνίου του 2005, όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο του Γαβριήλ Βουλγαρίδη, και κάποια γνωστή της οικογένειας στην άλλη άκρη της γραμμής του λέει ότι κάποιοι σκότωσαν τον αδελφό του, τον Θεόδωρο, μέσα στο μαγαζί. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου. Ο Θεόδωρος, μετανάστης δεύτερης γενιάς από τις Σέρρες, ήταν πολύ αγαπητός σε όλους και απόλυτα ενταγμένος στον γερμανικό τρόπο ζωής, δεν είχε διαφορές με κανέναν.

Ο Ιερέας

Εκείνο το βράδυ το δεύτερο τηλεφώνημα έγινε στον πρωτοπρεσβύτερο Απόστολο Μαλαμούση. Τον παρακαλούσαν να πάει στον τόπο της δολοφονίας για να διαβάσει τρισάγιο. «Έφτασα αμέσως, είδα ότι η περιοχή ήταν αποκλεισμένη από την αστυνομία, έπρεπε να παρκάρω το αυτοκίνητο κάπου πιο μακριά. Πήγα στο κατάστημα που ήταν ο μακαρίτης ξαπλωμένος κάτω στο πάτωμα και χτυπημένος με τις σφαίρες στο κεφάλι. Εκεί ήταν η αστυνομία, η εγκληματολογική υπηρεσία, η  οποία έκανε έρευνα για τα ίχνη.

Τους είπα ότι είμαι ιερέας και ότι θέλω να διαβάσω μια προσευχή. Οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί απέναντί μου, σταμάτησαν αμέσως, ο υπεύθυνός τους επέτρεψε για 5 λεπτά να διακόψουν, μου είπαν πού έπρεπε να πατήσω και πού όχι για να μην ανακατευθούν τα δικά μου ίχνη με τα ίχνη των δολοφόνων και βρέθηκα μπροστά σε ένα πολύ φρικτό θέαμα, στον μακαρίτη το Θεόδωρο, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τις σφαίρες και μέσα σε μια λίμνη αίματος. Διάβασα το τρισάγιο.

Μόλις βγήκα έξω από το κατάστημα η αστυνομία συνέχισε τη δουλειά της και παρέμεινα εκεί καμιά ώρα περίπου ώσπου, πήραν το πτώμα και το μετέφεραν. Μετά πήγα στο σπίτι των συγγενών της μητέρας που ήταν λίγο πιο κάτω, τους έκανα λίγο παρέα. Ήμασταν όλοι αναστατωμένοι»

Γολγοθάς

Από την έρευνα της αστυνομίας δεν προέκυψαν στοιχεία που να ήταν αξιοποιήσιμα. Στον τόπο του εγκλήματος δεν βρέθηκαν ούτε κάλυκες ούτε ίχνη πυρίτιδας. Η πρώτη σφαίρα βρήκε το θύμα κοντά στη μύτη και έμεινε κολλημένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ένας από τους σκοπευτές πήγε προς την πλευρά του πίσω από το ταμείο, έστρεψε το όπλο στο πιγούνι του και πυροβόλησε δύο φορές. Ο Βουλγαρίδης πέθανε ακαριαία.

Από την επόμενη μέρα ξεκίνησε ένας πραγματικός Γολγοθάς για τους γονείς του θύματος, τον αδελφό του Θεοδώρου Γαβριήλ Βουλγαρίδη, την οικογένεια του, ακόμη και για τους φίλους του. Ανακρίσεις επί ανακρίσεων, ατέλειωτες ερωτήσεις για τις επαφές του θύματος με το οργανωμένο έγκλημα, με εμπόρους ναρκωτικών και όπλων, με κυκλώματα πορνείας, με χαρτοπαιξία, με την τουρκική μαφία, ακόμη και με το PKK.

Οι υποψίες των αρχών εστιάστηκαν ακόμη και στη πρώην γυναίκα του, προσπαθώντας να της αποσπάσουν ομολογία ότι εκείνη έβαλε να τον σκοτώσουν. Τις δύο του κόρες τις ρωτούσαν, αν ο πατέρας τις βίαζε, αν είχε άλλες γυναίκες. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι ανακρίσεις με τον αδελφό του, τον Γαβριήλ και την οικογένειά του.

Ακολούθησαν γνωστοί, φίλοι… ακόμη και άγνωστοι που κλήθηκαν να καταθέσουν. Πάντα στο ίδιο μοτίβο. Καμία από τις ανακριτικές αρχές και τις μυστικές υπηρεσίες που στο μεταξύ είχαν πάρει το νήμα των ερευνών για όλα τα θύματα των «περίεργων» δολοφονιών, δεν αναρωτήθηκε, μήπως η δολοφονία του Θεόδωρου Βουλγαρίδη είχε άλλα κίνητρα, ρατσιστικά, και να έγινε από ακροδεξιούς δράστες.

Οι ενέργειες των Γερμανικών αρχών οδήγησαν στην περιθωριοποίηση και την απομόνωση της οικογένειας, της οποίας η ζωή έγινε δύσκολη, αναγκάζοντας τους, μετά από 37χρόνια ζωής στην Γερμανία να επιστρέψουν το 2009 στην Ελλάδα.

Ο Κύκλος του αίματος

Όπως αναφέραμε στην εισαγωγή, η δολοφονία του Θεόδωρου Βουλγαρίδη ήταν κομμάτι ενός παζλ, που περιλάμβανε συνολικά 10 διαδοχικές δολοφονίες που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα επτά χρόνων,  από το 2000 έως το 2007. Τα 8 θύματα ήταν Τούρκοι, ένας Έλληνας και μία Γερμανίδα αστυνομικός.

Όλοι τους δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από την Νεοναζιστική Οργάνωση (Nationalsozialistischer Untergrund) NSU, και η διαλεύκανση της υπόθεσης θα ερχόταν 11 χρόνια αργότερα τυχαία, έχοντας αφορμή μία ληστεία τράπεζας.

Enver Simsek

Ο Enver Simsek γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1961 και μετανάστευσε στη Γερμανία το 1985. Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, της Semiya και του Abdulkerim. Ο Enver άνοιξε δικό του ανθοπωλείο το οποίο εξελίχθηκε σε επιχείρηση χονδρικής πώλησης λουλουδιών που εξυπηρετούσε πολλά καταστήματα και περίπτερα λουλουδιών στο Schlüchtern της Έσσης.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2000 ενώ ο Enver δούλευε σε ένα περίπτερο λουλουδιών φίλου του στην περιοχή Langwasser στη Νυρεμβέργη, κάνοντας του εξυπηρέτηση, γιατί ήθελε να λείψει μερικές μέρες κάνοντας διακοπές, πυροβολήθηκε από άγνωστους δράστες οκτώ φορές με περίστροφο CZ 38.

Τέσσερεις βολές δέχτηκε στο κεφάλι, μία στον αριστερό βολβό του ματιού, και τρεις βολές στο σώμα, όταν ήταν ήδη πεσμένος στο έδαφος.  Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος του δεν ήταν ακαριαίος, πέθανε δύο μέρες αργότερα στο νοσοκομείο, χωρίς να συνέλθει ποτέ. Ήταν το πρώτο θύμα στην λίστα θυμάτων του NSU.

Abdurrahim Ozudogru

Ο Abdurrahim Ozudogru γεννήθηκε το 1952 στο Yenisehir. Ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός 19χρονου κοριτσιού. Ο Ozudogru  μετανάστευσε από την Τουρκία στη Γερμανία το 1972 και εργάστηκε αρχικά ως μεταλλουργός, όμως μετέπειτα άνοιξε μαζί με την σύζυγο του ραφείο στη Νυρεμβέργη.

Στις 13 Ιουνίου 2001, περίπου στις 4:30 το απόγευμα, άγνωστοι δράστες τον εκτέλεσαν με δύο βολές στο κεφάλι, μέσα στο ραφείο του. O Abdurrahim εντοπίστηκε στις 21.30 από έναν περαστικό, ο οποίος εισήλθε στο κατάστημα. Και εδώ οι δράστες χρησιμοποίησαν περίστροφο CZ 38.

Οι αστυνομικοί άφησαν να διαρρεύσει ότι το κίνητρο του φόνου σχετιζόταν με εμπόριο ναρκωτικών, και τον υπόκοσμο, σπιλώνοντας το θύμα. Ερεύνησαν στο κατάστημα, και το σπίτι του θύματος με σκύλους που ανιχνεύουν ναρκωτικά, χωρίς αποτέλεσμα και χωρίς κανένα στοιχείο, που να μαρτυρά τις διασυνδέσεις του Abdurrahim με τον υπόκοσμο.

Suleyman Taskopru

Ο Suleyman Taskopru γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1970 στο Afyonkarahisar και ήρθε στη Γερμανία με την οικογένειά του σε ηλικία 11 ετών. Ήταν παντρεμένος και είχε μία κόρη τριών ετών.

Στις 27 Ιουνίου 2001, περίπου στις 11 το πρωί, πυροβολήθηκε από άγνωστους δράστες μέσα στο μανάβικο που διατηρούσε στο Αμβούργο. Ο πατέρας του, τον ανακάλυψε σοβαρά τραυματισμένο πίσω από τον πάγκο του μανάβικου, και πριν του παρασχεθεί οποιαδήποτε βοήθεια, άφησε την τελευταία πνοή του.

Οι έρευνες των αστυνομικών εστιάστηκαν στον υπόκοσμο, διαρρέοντας ότι ο Taskopru εκτελέστηκε από αντιπάλους μαφιόζους, λόγο τον διασυνδέσεων του με κυκλώματα πορνείας στην περιοχή των «κόκκινων φώτων του Αμβούργου», το οποίο ήταν απολύτως ψευδές. Ήταν το τρίτο κατά σειρά θύμα στην λίστα των εκτελέσεων της NSU.

Το 2013, ο δρόμος παράλληλος με τον δρόμο όπου σκοτώθηκε ο Taskopru μετονομάστηκε σε Taskopru Street.

Habil Kilic

Ο 38χρονος Habil διατηρούσε κατάστημα πώλησης φρούτων και λαχανικών στο Ramersdorf του Μονάχου, δίπλα από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής.

Στις 29 Αυγούστου 2001 ο Habil βρισκόταν στο κατάστημα μόνος του, γεγονός σπάνιο, μιας και η γυναίκα του μαζί με την κόρη τον βοηθούσαν καθημερινά στο μαγαζί, όμως είχαν φύγει για διακοπές. Στο Κατάστημα εισέβαλλαν δύο άγνωστοι και τον πυροβόλησαν δύο φορές.  Οι αστυνομικοί δεν βρήκαν στον τόπο του εγκλήματος απολύτως κανένα στοιχείο, κάλυκες, ίχνη πυρίτιδας, ή οτιδήποτε μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνες. Γεγονός που έκανε τους αστυνομικούς να συμπεράνουν, ότι οι δράστες είχαν καλύψει με πλαστική σακούλα το όπλο του φόνου.

Και σε αυτή την περίπτωση η αστυνομία ερεύνησε το παρελθόν του θύματος εστιασμένη στο οργανωμένο έγκλημα και την διακίνηση ναρκωτικών, προσπαθώντας να αμαυρώσει την υπόληψη του θύματος. Όμως όπως και στις προηγούμενες δολοφονίες, δεν θα προκύψει κανένα στοιχείο εμπλοκής του ήσυχου οικογενειάρχη, στον υπόκοσμο. Ο χειρισμός της υπόθεσης από την αστυνομία οδήγησε στην απομόνωση της χήρας η οποία μην αντέχοντας την «ρετσινιά» αναγκάστηκε μαζί με την κόρη της να εγκαταλείψουν την Γερμανία.

Mehmet Turgut

Ο Mehmet, ζούσε παράνομα στο Αμβούργο, όμως εργαζόταν χρόνια στην Γερμανία στα «μαύρα» . Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 ο Mehmet πήρε την απόφαση να επισκεφθεί τον φίλο και ιδιοκτήτη του ταχυφαγείου «Mr. Kebap» στο Rostock-Toitenwinkel. Ο φίλος του, σε κάποια στιγμή του ζήτησε να τον αντικαταστήσει για λίγο, για να πάει να τακτοποιήσει μία εκκρεμότητα , με την υπόσχεση, ότι θα επέστρεφε γρήγορα.

O Turgut βρισκόταν μόνος στο μαγαζί, όταν στις 22:20 εισήλθαν μέσα δύο άγνωστοι άντρες και πυροβόλησαν εναντίον του τρεις φορές, με όπλο που έφερε σιγαστήρα.  Οι δύο βολίδες βρήκαν τον άτυχο άντρα στο κεφάλι, και η μία τον βρήκε στο λαιμό, σκοτώνοντας τον ακαριαία. Λίγα λεπτά αργότερα όταν επέστρεψε ο ιδιοκτήτης , βρήκε τον Mehmet στο πάτωμα μέσα σε μία λίμνη αίματος.

Οι έρευνες για μία ακόμη φορά εστιάστηκαν στο οργανωμένο έγκλημα, στους μαφιόζους, ακόμη και σε επαγγελματίες δολοφόνους. Οι ανακριτές άρχισαν να σκαλίζουν στο παρελθόν του θύματος, ελπίζοντας να βρουν κάτι που να τους δώσει κάποιο στοιχείο για το θύμα, ωστόσο, τίποτε «μεμπτό» δεν προέκυψε.

Λόγω του ότι ο Mehmet ζούσε στο Αμβούργο, η αστυνομία του Rostock προσπάθησε να τον «συνδέσει» με το τρίτο θύμα, τον Suleyman Taskopru, εντάσσοντας την υπόθεση του στις δολοφονίες «die Dönermorde» ή «Kebab murders» (η αστυνομία υπέθετε ότι οι δολοφονίες έγιναν από Τούρκους γκάγκστερ που πολεμούσαν για τον έλεγχο των επιχειρήσεων) . Ωστόσο κανένα στοιχείο δεν τεκμηρίωσε ποτέ αυτή τη θεωρία και για μία ακόμη φορά, η υπόθεση δολοφονίας θα παρέμεινε ανεξιχνίαστη. Ο εισαγγελέας του Rostock «έκλεισε» την υπόθεση γράφοντας επάνω στον φάκελο «δράστης άγνωστος».

Ismail Yasar

Ο lsmail Yasar γεννήθηκε το 1955 στο Alanyurt , και ήρθε στην Γερμανία όταν ήταν 23ετών. Ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο Ismail μετά από αρκετά χρόνια βιοπάλης στα εργοστάσια, κατάφερε να δημιουργήσει μία επιχείρηση ταχυφαγείου που έφτιαχνε κεμπάμ στην Νυρεμβέργη.

Στις 9 Ιουνίου 2005, μέσα στο μαγαζί του, άγνωστοι δράστες χρησιμοποιώντας πιστόλι CZ 38 με σιγαστήρα, τον πυροβόλησαν πέντε φορές, πετυχαίνοντας τον στο κεφάλι. Ακολουθώντας την «αγαπημένη» της μέθοδο, η Γερμανική αστυνομία κατέταξε την δολοφονία του Ismail στην ίδια ομάδα, με τα προηγούμενα θύματα, προτάσσοντας ως κίνητρο τους δεσμούς του θύματος με την Τούρκικη μαφία με την οποία υποτίθεται ότι είχε σχέσεις. Όμως και πάλι από τις έρευνες δεν προέκυψε κανένα απολύτως στοιχείο, που να ενέπλεκε τον ήσυχο οικογενειάρχη υπόκοσμο.

Για μία ακόμη φορά, το στοιχείο ότι χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια όπλα, όπως και στους άλλους φόνους, θα περάσει απαρατήρητο. Ο Ismail ήταν το έκτο θύμα στην λίστα του NSU.

Θεόδωρος Βουλγαρίδης

Στις 15 Ιουνίου 2005 μέσα στο κλειδαράδικο που διατηρούσε με τον Γερμανό συνέταιρο του στο Δυτικό Μόναχο , ακριβώς κάτω από το σπίτι του, εισέβαλαν δύο άγνωστοι άντρες και πυροβόλησαν εξ επαφής τον 41χρονο Θοδωρή Βουλγαρίδη. Το θύμα δέχτηκε 3 σφαίρες στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να βρει ακαριαίο θάνατο.

Το κίνητρο για τη δολοφονία του 46χρονου άνδρα δεν ήταν η ληστεία, καθώς οι δράστες δεν αφαίρεσαν τίποτα από το μαγαζί.

Οι αρχές για μία ακόμη φορά ακολούθησαν την αναζήτηση των υπόπτων στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος, και στην προσωπική ζωή του θύματος, παραβαίνοντας κάθε νόμο ηθικής, στιγματίζοντας την οικογένεια. Η Γερμανίδα πρώην σύζυγος του Θεόδωρου  ανακρινόταν συστηματικά επί ώρες, και επανειλημμένα. Η κ. Ιβόννε Βουλγαρίδη σταμάτησε να είναι «ύποπτη» για τις γερμανικές αρχές το 2011, όταν αποκαλύφθηκε η δράση της οργάνωσης NSU.

Ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης ήταν το μόνο θύμα που δεν είχε Τούρκικη καταγωγή.

Mehmet Kubasik

Ο Κουρδικής καταγωγής Mehmed Kubasik γεννήθηκε στο χωριό Hanobası. Παντρεύτηκε την αγαπημένη των παιδικών χρόνων του Elif , παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του, και απέκτησε μία κόρη την Gamze. Το 1987 o Mehmed κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική θητεία (εκεί γνώρισε και τον Ismail Yasar, το έκτο θύμα του NSU).

Λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Κούρδοι, αναγκάστηκε με τη σύζυγό και την κόρη του να φύγει στη Γερμανία όπου το 1991 ζήτησε άσυλο, και το 2003 έλαβαν την Γερμανική υπηκοότητα. Ο Kubaşık ξεκίνησε να εργάζεται ως εργάτης, και σε κάποια ευνοϊκή στιγμή, μετά από πολύ κόπο και οικονομία, κατάφερε να ανοίξει ένα περίπτερο στην Mallinckrodtstrasse στο Dortmund.

Στις 4 Απριλίου 2006 άγνωστοι δράστες τον πυροβόλησαν τέσσερις φορές με το ίδιο πιστόλι CZ 83, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις υπόλοιπες δολοφονίες. Βρέθηκε μόνο ένας κάλυκας. Ο Kubasik βρέθηκε από έναν πελάτη ξαπλωμένος σε μια λίμνη αίματος πίσω από τον πάγκο του περιπτέρου του.

Την επομένη της δολοφονίας του, οι συγγενείς του ανακρίθηκαν χωριστά, με σενάρια που ενέπλεκαν το θύμα σε σχέσεις με ναρκωτικά, με τη Μαφία και το ΡΚΚ, θεωρώντας ακόμη και τους ίδιους υπόπτους. Δεδομένου ότι οι υπόνοιες για «εγκληματικό παρελθόν» του Μεχμέτ Κουμπασίκ αναπτύσσονταν από την αστυνομία δημόσια, σύντομα  η οικογένεια στιγματίστηκε και απομονώθηκε.

Όπως και στις υπόλοιπες δολοφονίες, ούτε και τώρα, ερευνήθηκε το ενδεχόμενο η δολοφονία του, να ήταν μέρος ρατσιστικών φόνων Νεοναζιστών.

Halit Yozgat

Στις 6 Απριλίου 2006 το μεσημέρι, ο 21χρονος σπουδαστής Halit Yozgat,  δολοφονήθηκε στο internet cafe των γονέων του, στο Kassel της Γερμανίας. Πέντε μάρτυρες ήταν παρόντες στον χώρο, όταν ο Halit πυροβολήθηκε δύο φορές στο κεφάλι.

Ο Andreas Temme, πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της Έσης, ήταν παρών κατά τη δολοφονία του Halit, αλλά ισχυρίστηκε ότι ούτε άκουσε τους πυροβολισμούς, ούτε μύρισε τη μυρωδιά του μπαρουτιού, ούτε είδε το πτώμα του Halit πίσω από το ταμείο όταν έφυγε.

Η δολοφονία του Halit ξεσήκωσε την νεολαία στο Kassel η οποία προέβη σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και κινητοποιήσεις.

Michele Kiesewetter

Η 23χρονη Michele Kiesewetter, ήταν Γερμανίδα αστυνομικός, η οποία δολοφονήθηκε στις 25 Απριλίου 2007 στο Heilbron της Γερμανίας. Στην ίδια επίθεση πυροβολήθηκε και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι ο  συνάδελφός με τον οποίο εκτελούσε περιπολία.

Οι δράστες του εγκλήματος τότε είχαν επικηρυχθεί με 300 000 ευρώ,  χωρίς αυτό να φέρει αποτέλεσμα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, βρέθηκε το υπηρεσιακό της περίστροφο Heckler & Koch P2000, μαζί με του συναδέλφου της, στο σπίτι της Beate, μετά την έκρηξη στο Zwickau.

H Michele Kiesewetter έμελλε να είναι το 10ο και τελευταίο θύμα, της μακράς λίστας θυμάτων λόγο της ανικανότητας της Γερμανικής αστυνομίας και της κάλυψης που προσέφεραν οι Γερμανικές μυστικές υπηρεσίες στην ακροδεξιά Νεοναζιστική οργάνωση NSU, που έδρασε στην Γερμανία, στο χρονικό διάστημα από το 2000 μέχρι το 2006.

Δέσμιοι του παρακράτους

Επί χρόνια οι ανακριτικές αρχές ερευνούσαν όλες τις πιθανές εκδοχές, ακολουθώντας διάφορα σενάρια που ενέπλεκαν τα θύματα με τον υπόκοσμο, και λειτουργούσαν με τρόπο απαράδεκτο, χωρίς να διστάζουν να σπιλώσουν τα θύματα, αφήνοντας να αιωρούνται υποψίες για την ηθική ακεραιότητα τους, και των οικογενειών τους.

Οι ανακριτικές αρχές υπέπεσαν σε μία σειρά από λανθασμένους χειρισμούς, γεμάτους «αστοχίες» και παραλείψεις σημαντικών στοιχείων, παρ’ όλο που οι Γερμανικές μυστικές υπηρεσίες μέσω έμπιστων ανθρώπων τους, ακροδεξιών, πληρωμένων με χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων, γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα.

Η αρχή του τέλους

Μία ληστεία τράπεζας στις 4 Νοεμβρίου 2011 στο Eisenach απ’ όπου οι ληστές άρπαξαν 70 000 ευρώ θα γίνει αφορμή του «ξηλώματος του πουλόβερ» και θα οδηγήσει την Γερμανική αστυνομία στην διαλεύκανσης των δολοφονιών τούρκων μεταναστών, του Θεόδωρου Βουλγαρίδη, και της Γερμανίδας αστυνομικού.

Η αστυνομικοί αναγνώρισαν τους Uwe Mundlos και Uwe Bohnhardt ως δράστες της ληστείας στο Eisenach, οι οποίοι ήταν νεοναζί, γνωστοί για την παράνομη δράση τους από τα τέλη του 1990, και καταζητούνταν επί 14χρόνια!

Όταν έφτασε το περιπολικό στο σημείο όπου ήταν παρκαρισμένο το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο με το οποίο μετακινούνταν οι δύο ύποπτοι, το βρήκαν τυλιγμένο στις φλόγες. Μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς ανασύρθηκαν από μέσα τα πτώματα του Uwe Mundlos και Uwe Bohnhardt. Από την αυτοψία προέκυψε ότι οι δύο άντρες είτε αυτοπυροβολήθηκαν, ή ο ένας σκότωσε τον άλλον και στην συνέχεια αυτοκτόνησε.

Η έκρηξη στο Zwickau

Τα πράγματα, όμως, επρόκειτο να γίνουν ακόμη πιο πολύπλοκα, όταν το ίδιο απόγευμα στην οδό Fruhlingsstrasse στη γειτονιά του Weissenborn της πόλης Zwickau, γίνει έκρηξη και ένα σπίτι θα τυλιχτεί στις φλόγες. Ήταν το σπίτι στο οποίο οι δύο νεοναζί συγκατοικούσαν μαζί με την Beate Zschape η οποία είχε νοικιάσει το κτήριο.

Εκείνη την ημέρα η  Zschape, ζήτησε από τη γειτόνισσα να φροντίσει τις γάτες της, εγκαταλείποντας το πριν σημειωθεί η έκρηξη, κάνοντας αυτό που έκανε  εδώ και 14 χρόνια, να εξαφανιστεί.

Στην αρχή τα φαινόμενα έδειχναν ότι βρίσκονταν στο κρησφύγετο μίας  συμμορίας που έκλεβε τράπεζες, όμως τα στοιχεία που βρέθηκαν επιβεβαίωσαν πως επρόκειτο για τριμελή νεοναζιστική ομάδα (δύο άντρες και μία γυναίκα) που έβαλαν βόμβες προκαλώντας φονικές καταστροφές στην επαρχία της Θουριγγίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και δολοφόνησαν μετανάστες έχοντας ρατσιστικά κίνητρα.

Η αστυνομία περισυνέλλεξε μεγάλο αριθμό όπλων, ανάμεσα σε αυτά το υπηρεσιακό όπλο της αστυνομικού Michele Kiesewetter που δολοφονήθηκε Heilbronn, και το περίστροφο που χρησιμοποιήθηκε για την δολοφονία της. Ήταν το ίδιο όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην δολοφονία των 8 Τούρκων μεταναστών, και του Έλληνα Θεόδωρου Βουλγαρίδη, το CZ 38.

Εκτός από τα όπλα, η αστυνομία ανακάλυψε τέσσερα DVD μέσα σε φακέλους. Περιείχαν ένα φιλμάκι 15 λεπτών, μιας ομάδας αυτοαποκαλούμενης «Εθνικοσοσιαλιστικό υπόγειο»  (Nationalsozialistischer Untergrund) ή εν συντομία NSU.  Στο βίντεο, οι νεοναζί, αναλάμβαναν ακόμα την ευθύνη για την βομβιστική επίθεση το 2004 στην Κολωνία, όπου είχαν τραυματιστεί 22 άνθρωποι, σχεδόν όλοι τους τουρκικής εθνικότητας. Η γερμανική αστυνομία επιτέλους είχε στα χέρια της τα αποδεικτικά στοιχεία, της διαλεύκανσης των πλέον άγριων φόνων που παρέμεναν ανεξιχνίαστοι σχεδόν μία δεκαετία.

Η σύλληψη της Beate Zschape

Στις 8 Νοεμβρίου 2011 μία γυναίκα περνώντας απαρατήρητη εισέρχεται στο Αστυνομικό τμήμα συνοδευόμενη από το δικηγόρο και ομολόγησε ότι ήταν υπεύθυνη για την ανατίναξη του σπιτιού στο Zwickau. Ήταν η 38χρονη Beate Zschape το τρίτο και μοναδικό εν ζωή μέλος της Νεοναζιστικής ομάδας NSU.

Η Beate Zschape έγινε το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης που προκάλεσε θύελλα σαρώνοντας την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, διασύροντας την παγκοσμίως, καθώς η ύπαρξη, και η δράση μίας Νεοναζιστικής οργάνωσης μέσα στους κόλπους της Γερμανικής κοινωνίας, υπό την ανοχή των Αρχών, δεν είναι ήταν ευκολοχώνευτο.

Την πραγματική ταυτότητα της  38χρονη Beate Zschape μέχρι την ημέρα της σύλληψης της, δεν την γνώριζε κανείς. Για κάποιους γείτονες ήταν η Σουζάν Ντινέλτ, για τον οδοντίατρό της η Σίλβια Ρόσμπεργκ, για τον οπτικό η Λίζα Πολ.

Η Zschape γεννήθηκε το 1975 στη Θουριγγία από μητέρα Γερμανίδα και πατέρα Σέρβο ο οποίος δεν γνώρισε ποτέ την κόρη του, ενώ ως τον θάνατό του δεν γνώριζε καν την ύπαρξή της.

Η Beate έζησε μια ταραγμένη εφηβική ηλικία με τη μητέρα της, που έκανε απανωτούς γάμους και άλλαζε χώρες διαμονής. Μαθήτρια επιδόθηκε σε μικροκλοπές, ταξίδευε χωρίς διαβατήριο, και άκουγε πανκ, κάνοντας την δική της «επανάσταση».  Στα 17 της γνώρισε τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό της Uwe Mundlos ο οποίος τη μύησε στις νεοναζιστικές ιδέες του.

 Η δράση του NSU

Η Νεοναζιστική οργάνωση NSU (Nationalsozialistischer Untergrund) ιδρύθηκε το 1999, από τρεις νεαρούς, ηλικίας 25-30 ετών, τον Uwe Böhnhardt, τον Uwe Mundlos και την Beate Zschäpe. Η ομάδα αυτή είχε ως σκοπό να απαλλάξει με την τρομοκρατική της δράση την Γερμανία από τους οικονομικούς μετανάστες.

Έτσι, από τον Σεπτέμβριο του 2000 έως τον Απρίλιο του 2006 τα μέλη της ομάδας δολοφόνησαν 9 αλλοδαπούς τουρκικής και κουρδικής καταγωγής, έναν Έλληνα, τον Θεόδωρο Βουλγαρίδη, και μία Γερμανίδα αστυνομικό.

Το NSU έκανε τρεις επιθέσεις με βόμβες, που περιείχαν καρφιά, επίσης εναντίον μεταναστών. Η πρώτη έγινε στην Νυρεμβέργη της Βαυαρίας στις 23 Ιουνίου 1999, κατά την οποία τραυματίστηκε ένας Τούρκος, ιδιοκτήτης ενός μπαρ. Η δεύτερη πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2001 στη Κολονία της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, όταν μια βόμβα σε κουτί τούρτας που είχε αφεθεί ξεχασμένη σε ένα παντοπωλείο ενός ζευγαριού από το Ιράν, και ανοίχτηκε από τη κόρη τους που υπέστη σοβαρά εγκαύματα.

Η τελευταία επίθεση πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 2004, στην Kaupstrasse στη Κολονία, κέντρο πολλών καταστημάτων και εστιατορίων που ανήκαν σε επιχειρηματίες τουρκικής και κουρδικής καταγωγής. Η βόμβα, η οποία τοποθετήθηκε σε ποδήλατο μπροστά από ένα κουρείο και περιείχε μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας καθώς με 800 καρφιά μήκους δέκα εκατοστών, τραυματίζοντας σοβαρά είκοσι τρεις ανθρώπους.

Το NSU πραγματοποίησε συνολικά δεκαπέντε ληστείες τραπεζών, ταχυδρομείων και ενός σουπερμάρκετ μεταξύ 1998 και 2007 και ξανά το 2011, με στόχο την χρηματοδότηση της οργάνωσης, κατά την εκτέλεση των οποίων τραυματίστηκαν, αλλά επέζησαν, δυο άτομα.

Με την κάλυψη των μυστικών υπηρεσιών

Μεταξύ 1998 και 2011 τα τρία μέλη του NSU βοηθήθηκαν και διευκολύνθηκαν από μεγάλο αριθμό νεοναζί και το νεοναζιστικό δίκτυο Blood & Honour που τους πρόσφερε καταλύματα, διαβατήρια, ιατρική φροντίδα και όπλα. Μερικοί από τους νεοναζί σε αυτό το υποστηρικτικό δίκτυο ήταν πληροφοριοδότες της αστυνομίας ή των μυστικών υπηρεσιών και πολύ περισσότεροι πληροφοριοδότες υπήρχαν στα ευρύτερα δίκτυα, ως συνεργάτες ή ως φίλοι φίλων.

Οι σημαντικότεροι πληροφοριοδότες ήταν ο Tino Brandt και ο Marcel Degner, που και οι δυο τους εργάζονταν  για την μυστική υπηρεσία της  Θουριγγίας. Ο Carsten Szczepanski εργάζονταν για την μυστική υπηρεσία του Βρανδεμβούργου·, οι Ralf Marschner και Thomas Richter εργάζονταν για την ομοσπονδιακή μυστική υπηρεσία. Οι υπηρεσίες ισχυρίζονται, παρ’ όλα τα στοιχεία για το αντίθετο, πως ούτε αυτοί αλλά και ούτε και άλλοι πληροφοριοδότες έδωσαν αρκετές πληροφορίες για τη σύλληψη των Mundlos, Böhnhardt και Zschäpe.

Επί 13 χρόνια οι δύο βασικοί δράστες, με τη βοήθεια της Zschäpe και τους συνεργάτες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, δολοφόνησαν 10 ανθρώπους έχοντας ρατσιστικά κίνητρα, ανατίναζαν και λήστευαν τράπεζες.

Κατά τη διάρκεια της πολυετούς δράσης της ρατσιστικής δολοφονικής οργάνωσης οι ανακριτικές αρχές δεν σκέφθηκαν να αξιοποιήσουν τα στοιχεία που διέθεταν. Σημαντικά έγγραφα καταστράφηκαν προτού ολοκληρωθεί η έρευνα. Όπως ανάφερε η Deutsche Welle, προσπάθησαν να σπιλώσουν τη μνήμη των θυμάτων με υποψίες για την ηθική τους ακεραιότητα, γεγονός που υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνο για τους συγγενείς των θυμάτων.

Το κοινοβούλιο σύστησε ειδική επιτροπή έρευνας για τις δυσλειτουργίες της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Την εποχή εκείνη ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ είχε κάνει λόγο «για ιστορική καταστροφή άνευ προηγουμένου», ενώ κατήγγειλε «τη μαζική αποτυχία των αρχών» στην έρευνα που διήρκησε περισσότερα από δέκα χρόνια.

Η Δίκη

Στις 6 Μαΐου 2013 θα ξεκινήσει μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια δίκες της μεταπολεμικής Γερμανίας μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης έχοντας ως κατηγορούμενους νεοναζιστές δράστες.

Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθεται η 43χρονη Beate Zschäpe, ερωμένη των Uwe Mundlos. Μαζί της κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου και τέσσερις νεοναζιστές Andre E. , ο Holger G. Ο  Carsten S., και ο Ralf Wohlleben.

Η ακροαματική διαδικασία κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, στην οποία το κατηγορητήριο είχε 488 σελίδες, κατέθεσαν 800 μάρτυρες και η δικογραφία είχες 280.000 σελίδες.

Συγγενείς των θυμάτων κατέθεσαν στη δίκη ότι έπεσαν θύματα παρενόχλησης από τους αστυνομικούς, οι οποίοι πίστευαν ότι οι φόνοι είχαν σχέση με ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ εμπόρων ναρκωτικών ή με ξέπλυμα χρήματος.

 

«Ξαφνικός» θάνατος μάρτυρα κατηγορίας

Μια 20χρονη γυναίκα που ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των Γερμανών νεοναζί της  NSU βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμα της. Η μάρτυρας είχε καταθέσει, σε ειδική επιτροπή στο κρατίδιο Βάδης- Βουτεμβέργης, όπου οι νεοναζί κατηγορούνται ότι σκότωσαν την αστυνομικό το 2007, επειδή είχε εκφράσει φόβους για τη ζωή της.

Η νεαρή γυναίκα διατηρούσε σχέσεις στο παρελθόν με έναν άνδρα που  είχε επαφές με την NSU και ήταν γνωστός μόνο ως Florian H. και ο οποίος είχε εγκαταλείψει την οργάνωση όταν βρέθηκε νεκρός, κάτω από ύποπτες συνθήκες στο φθινόπωρο του 2013. Ο Florian εντοπίστηκε απανθρακωμένος μέσα στο αυτοκίνητο του την ίδια ημέρα που είχε ραντεβού για ανάκριση από την αστυνομία, καθώς οι αρχές πίστευαν ότι γνώριζε ποιος ήταν ο δράστης της δολοφονίας της Michèle Kiesewetter.

Η κατάθεση του συνεταίρου Βουλγαρίδη

Ο Wolfgang F στεκόταν στο βήμα του μάρτυρα, ήταν εκείνος ο οποίος τότε βρήκε τον συνέταιρό του Θεόδωρο Βουλγαρίδη στο κλειδαράδικo τους στο Μόναχο. Ο 46χρονος μιλούσε βραχνά, χαμηλόφωνα, όμως με σταθερή φωνή  μονότονα χωρίς διάθεση. «Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το επαναλαμβάνω τώρα για πεντηκοστή φορά» είπε απευθυνόμενος στον δικαστή Manfred Getzl.

«Η Γερμανία είχε γίνει εδώ και καιρό η πατρίδα του, καθώς είχε ήδη έρθει πριν 32 χρόνια από την Ελλάδα στο Μόναχο. Εδώ πήρε απολυτήριο και έκανε μια μαθητεία ως πωλητής λιανικού εμπορίου. Για πολλά χρόνια εργαζόταν στους σιδηροδρόμους, προτού γίνει ελεύθερος επαγγελματίας. Κοντά στο μαγαζί του είχε το διαμέρισμά του στο οποίο έμενε μόνος του μετά το διαζύγιό του. Πολύ κοντά ζούσε η μητέρα του και πολλοί άλλοι Έλληνες, ο Βουλγαρίδης ήταν γενικά αγαπητός.

«Μετά το φόνο ξεκίνησαν οι έρευνες της αστυνομίας. Μονίμως περιστρεφόταν σε κύκλο. Για μήνες καλούμασταν σε ανακρίσεις. Οι αστυνομικοί  αναζητούσαν «κάποια αιτία», ρωτούσαν αν ο Βουλγαρίδης ήταν σεξομανής ή είχε εξάρτηση στα τυχερά παιχνίδια. Θέλησαν να μας κάνουν σκουπίδια. Και αυτό το κατάφεραν» πρόσθεσε.

Ο ίδιος μετά τον θάνατο του Βουλγαρίδη άνοιξε νέο κλειδαράδικο, όμως έχασε πολλούς πελάτες λόγω των ανακρίσεων, και οι επαγγελματικές επιπτώσεις δεν ήταν οι μοναδικές που κατέστρεψαν την ζωή του. Χώρισε με τη φίλη του, επειδή πλέον δεν τα πήγαιναν καλά. Και ζούσε καθημερινά το δράμα της οικογένειας Βουλγαρίδη. Η μητέρα του Βουλγαρίδη φοβόταν, και γι’ αυτό της τοποθέτησε μια βαριά κλειδαριά ασφαλείας. Αργότερα η μητέρα του Βουλγαρίδη επέστρεψε με τον άλλο γιο της στην Ελλάδα. Υπήρχαν διαμάχες στην οικογένεια. «Επρόκειτο για ολική καταστροφή» ανέφερε ο Wolfgang.

Νωρίς το βράδυ της 15ης Ιουνίου 2005 ο Wolfgang θέλησε να συζητήσει κάτι με το φίλο του, τηλεφώνησε στον αριθμό ανάγκης του μαγαζιού τους. Παρόλα αυτά κανείς δεν απαντούσε. Παραξενεύτηκε καθώς το τηλέφωνο αυτό απαντά όλο το 24ωρο. «Τότε πήγα στο μαγαζί και απλώς τον βρήκα. Πεσμένο ανάσκελα, σε μια λίμνη αίματος, λίγο πιο πίσω από τον πάγκο».

Αρνήθηκε να καταθέσει η μητέρα της

Η Annerose Zschäpe, 61 ετών, εμφανίστηκε στο δικαστήριο με τον δικηγόρο της και άσκησε το δικαίωμά της, να αρνηθεί να καταθέσει σε βάρος συγγενούς πρώτου βαθμού. Επίσης ζήτησε τις προηγούμενες δηλώσεις της που έκανε σε αστυνομικούς,  να μην χρησιμοποιηθούν στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία εναντίον της κόρης της.

Η σχέση μητέρας-κόρης διακατέχονταν από εχθρότητα και η κατηγορούμενη ήταν εξαρτημένη από την ψυχολογική στήριξη της γιαγιάς της μεγαλώνοντας.

Η Annerose Zschäpe δεν έριξε ούτε μια ματιά στην κόρη της κατά την διάρκεια της παραμονής της στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ η κατηγορούμενη παρέμεινε καθισμένη, με τα πίσω πόδια της καρέκλας της ανασηκωμένα και το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη του φορητού υπολογιστή της όσο η μητέρα της βρισκόταν στο χώρο.

Απολογία της Beate Zschäpe

Η Beate Zschäpe παρέμεινε σιωπηλή στη μεγαλύτερη διάρκεια της δίκης, η μοναδική στιγμή που έσπασε την σιωπή της, ήταν μέσω της δήλωσης που αναγνώσθηκε από τον δικηγόρο της όπου ανέφερε ότι «δεν είχα αναμιχθεί ούτε στις προετοιμασίες ούτε στην πραγματοποίηση» των δολοφονιών. Όταν κλήθηκε να μιλήσει για τελευταία φορά στο τέλος της δίκη της η Zschäpe υποστήριξε πως η ιδεολογία της άκρας δεξιάς δεν έχει γι’ αυτήν «αληθινά καμιά σημασία πια».

Η Zschäpe απευθύνθηκε στους οικείους των δέκα θυμάτων υποστηρίζοντας ότι συναισθάνεται τη «θλίψη» και την «απελπισία» τους. Υποστήριξε ότι δεν γνωρίζει γιατί οι δύο φερόμενοι συνεργοί της επέλεξαν να σκοτώσουν αυτούς τους δέκα ανθρώπους, ενώ χαρακτήρισε αυτούς τους φόνους «φρικτούς».

«Σας παρακαλώ, μην με καταδικάσετε για κάτι που ούτε θέλησα ούτε διέπραξα», είπε επίσης απευθυνόμενη στον πρόεδρο του δικαστηρίου, τον Manfred Getzl.

Ο εισαγγελέας

Ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Χέρμπερτ Ντίμερ στην αγόρευση του στο δικαστήριο του Μονάχου τόνισε ότι η 43χρονη ήταν συνένοχη στους 10 φόνους, τις δύο βομβιστικές επιθέσεις σε περιοχές όπου ζουν μετανάστες στην Κολωνία και τις 15 ληστείες τραπεζών που διέπραξε η οργάνωση «Εθνικοσοσιαλιστικό Underground» (NSU) στο διάστημα 2000-2007, ζητώντας την επιβολή ισόβιας κάθειρξης για την Beate Zschäpe .

Η Καταδίκη

Στις 11 Ιουλίου 2018, το Eφετείο του Μονάχου έκρινε την 43χρονη Beate Zschäpe ένοχη ως συναυτουργό στις δέκα δολοφονίες και τις πολυάριθμες βομβιστικές επιθέσεις που διαπράχθηκαν από την NSU. Επέβαλε στην κατηγορούμενη την ποινή της ισόβιας κάθειρξη και της στέρησε το δικαίωμα να ζητήσει την υπό όρους απελευθέρωσή της έπειτα από 15 χρόνια εξαιτίας «της ιδιαίτερης σοβαρότητας» των πράξεων της.

Ένοχοι κρίθηκαν και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι συνεργάτες του NSU για ελαφρύτερα ωστόσο, αδικήματα.

Ο Andre E. καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών και έξι μηνών για συνέργεια σε σύσταση τρομοκρατικής οργάνωσης και αφέθηκε ελεύθερος από την –ήδη σχεδόν εξαετή– προσωρινή κράτηση. Το ίδιο συνέβη και με τους κατηγορούμενους Holger G. και Carsten S., οι οποίοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο ετών. Ο συγκατηγορούμενος Ralf Wohlleben, καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη για συνέργεια σε δολοφονία. Στις 18 Ιουλίου 2018, ο Wohlleben, ο οποίος είχε ήδη εκτίσει φυλάκιση έξι ετών και οκτώ μηνών στο πλαίσιο της προσωρινής κράτησης, αφέθηκε ελεύθερος, έχοντας ήδη εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής του.

Επιμύθιο

Ο Γαβριήλ Βουλγαρίδης επέστρεψε στο Μόναχο, όπου είχε έρθει όταν ήταν 2 χρονών. Η πατρίδα του η Ελλάδα δεν τον αγκάλιασε, δεν τον βοήθησε να βρει δουλειά, δεν του παρείχε τη στήριξη που περίμενε μετά από αυτό το χτύπημα ζωής, και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Γερμανία, έχοντας την βοήθεια του Ιερέα Απόστολου Μαλαμούση.

Η πόλη του Μονάχου βρήκε σπίτι στην οικογένεια του, δουλειά στον ίδιο και στη γυναίκα του, και αργότερα και στα παιδιά του. Η Βαυαρία του συμπαραστάθηκε για να κάνει μια νέα αρχή, όπως και σε όλους τους συγγενείς των άλλων θυμάτων, «Βοήθησαν σε πολλά πράγματα. Μας άνοιξαν μερικές πόρτες ώστε να μπορούμε να μπούμε πάλι στην καθημερινότητα. Και μπορούμε να πούμε κι ένα ευχαριστώ, κατά κάποιο τρόπο», είπε ο Γαβριήλ και ανάβει τσιγάρο…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top
Close
Browse Tags