Η Δολοφονία της Πόπης Χατζίδου
Η Πόπη Χατζίδου ήταν νοσηλεύτρια και μητέρα δύο κοριτσιών 15 και 21 ετών «εξαφανίστηκε» από το σπίτι της στις Σέρρες το Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2005.
H εξαφάνιση της γυναίκας δηλώθηκε στην Αστυνομία την Κυριακή από συνάδελφό της, η οποία γνώριζε ότι η φίλη της η Πόπη, έχοντας πέσει στο παρελθόν θύμα κακοποίησης από τον σύζυγο της, ξεκίνησε την διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του συζύγου της.
Η ομολογία
Ο καθηγητής οδηγήθηκε στην αστυνομία όπου υποβλήθηκε σε ανάκριση όπου αρχικά ισχυριζόταν ότι η γυναίκα του έφυγε από το σπίτι. Δύο μέρες μετά την σύλληψη του ομολόγησε ότι τη σκότωσε κτυπώντας την μέσα στο σπίτι τους και στη συνέχεια μετέφερε το πτώμα της σε σακούλες και το πέταξε στον ποταμό Στρυμώνα..
Σύμφωνα με την ομολογία του, το μοιραίο Σάββατο γρονθοκόπησε την 44χρονη σύζυγό του και η πτώση της στο δάπεδο είχε ως αποτέλεσμα -όπως ισχυρίστηκε- τον θανάσιμο τραυματισμό της. Στη συνέχεια, αφού καθάρισε τα αίματα, μετέφερε και έριξε το πτώμα της στον Στρυμόνα.
Ο ίδιος δικαιολόγησε την πράξη του λέγοντας ότι μόλις είχε πληροφορηθεί ότι η σύζυγος του, που εργαζόταν ως νοσοκόμα στο νοσοκομείο Σερρών, διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση και παράλληλα είχε κινήσει διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να τον απομακρύνει από το σπίτι.
Άκαρπες οι έρευνες
Επί μέρες ο καθηγητής υποδείκνυε στις αστυνομικές αρχές διαφορετικά σημεία του ποταμού, παραπλανώντας τους άντρες της ΕΜΑΚ με αποτέλεσμα το πτώμα της άτυχης γυναίκας να μη βρεθεί ποτέ.
Στην διάρκεια της προανάκρισης, ενώ όλες οι έρευνες απέβησαν άκαρπες ο 48χρονος καθηγητής ξαφνικά άλλαξε την κατάθεσή του και υπέδειξε άλλη γέφυρα στις εκβολές του Στρυμόνα απ’ αυτήν που αρχικά είχε υποδείξει, κοντά στη Λυγαριά Σερρών, ότι πέταξε το πτώμα, με αποτέλεσμα οι έρευνες Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής να εστιαστούν σε άλλα σημεία, αλλά και πάλι όλες οι έρευνες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες η 44χρονη Πόπη Χατζίδου έχασε τη ζωή της, μέσα στο σπίτι του ζευγαριού στο Νέο Σούλι Σερρών παρέμειναν «σκοτεινές», καθώς το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ για να διαπιστωθεί ιατροδικαστικά η ακριβής αιτία του θανάτου της.
Η Δίκη
Τον Φεβρουάριο του 2007 ο Αθανάσιος Δίγκας θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Γιαννιτσών. Συνήγορος πολιτικής αγωγής δεν είχε οριστεί, καθώς η 84χρονη μητέρα της Πόπης Χατζίδου και οι δύο κόρες του ζευγαριού στάθηκαν στο πλάι του κατηγορούμενου, καταθέτοντας υπέρ του.
Η κατάθεση της μητέρας του θύματος, και πεθεράς του δράστη Χρυσούλας, υπέρ του κατηγορούμενου, άφησε άναυδους τους παρευρισκόμενους στην αίθουσα του δικαστηρίου.
«Η κόρη μου με τον Αθανάσιο Δίγκα ήταν 25 χρόνια μαζί», κατέθεσε η μητέρα της Πόπης Χατζίδου, Χρυσούλα. «Κανένας από τους δύο όλο αυτό το διάστημα δεν έδωσε λαβές για σχόλια, ήταν πάντα αγαπημένοι. Ο γαμπρός μου είναι πάρα πολύ καλό παιδί. Η κόρη μου λίγο πριν συμβεί το περιστατικό μου είχε αναφέρει την ύπαρξη του τρίτου προσώπου. Εγώ την είχα μαλώσει, γιατί ο γαμπρός μου είναι εξαιρετικό παιδί. Δεν έφταιξε καθόλου κι επιθυμώ να βγει από τη φυλακή για να συμμαζέψει τα παιδιά του. Δεν πιστεύω ότι είχε πρόθεση να τη σκοτώσει. Την αγαπούσε την κόρη μου πάρα πολύ. Πιστεύω ότι το περιστατικό ήταν συμπτωματικό. Καβγάδισαν, μάλωσαν, την έσπρωξε και από αυτό τον λόγο έπεσε και χτύπησε», κατέληξε, προκαλώντας αίσθηση στο ακροατήριο.
Την κακοποιούσε
Η μοναδική μάρτυρας κατηγορίας, η προϊσταμένη νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο Σερρών Κωνσταντίνα Δινάκη, κατέθεσε ότι συχνά η 44χρονη γυναίκα πήγαινε στη δουλειά της με σημάδια στο πρόσωπο και το σώμα, αλλά απέφευγε να μπει σε λεπτομέρειες, όταν την ρωτούσαν πώς είχαν προκληθεί. «Ερχόταν χτυπημένη. Εγώ είπα όλα όσα γνώριζα, ότι τη χτυπούσαν και ερχόταν στο νοσοκομείο με σημάδια. Με απείλησαν ότι θα με μηνύσουν για ψευδορκία», είπε.
Η στενή φίλη και συνάδελφος της 44χρονης η νοσηλεύτρια Σουλτάνα Καρίκη, που ποτέ δεν κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο είπε «Ερχόταν στο νοσοκομείο χτυπημένη, ακόμη και εγώ δύο φορές έβαλα πούδρα στο πρόσωπό της για να μη φαίνονται τα χτυπήματα». Η Πόπη ήταν τόσο αξιοπρεπής και δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν να πει οτιδήποτε», είπε.
Το ίδιο είχαν πει προανακριτικά και άλλες συνάδελφοί της, οι οποίες δεν κλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας στο δικαστήριο.
Η Καταδίκη
Ο καθηγητής Αθανάσιος Δίγκας καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο για ανθρωποκτονία από πρόθεση με τα ελαφρυντικά του βρασμού ψυχικής ορμής και του προτέρου εντίμου βίου. Το δικαστήριο αποφάσισε η έφεση που άσκησε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα κι έτσι αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στο χωριό και τα παιδιά του, μέχρι να γίνει η δίκη του σε δεύτερο βαθμό.
Ωστόσο, στην τοπική κοινωνία των Σερρών δεν έκανε αίσθηση τόσο η απόφαση του δικαστηρίου, όσο η στάση της μητέρας και των παιδιών του θύματος, που δεν παρουσιάστηκαν ως πολιτική αγωγή, αλλά στάθηκαν ουσιαστικά ως μάρτυρες υπεράσπισης στο πλευρό του δράστη.
Αντιδράσεις
Η απόφαση του δικαστηρίου προκάλεσε νέες διαμαρτυρίες από τις γυναικείες οργανώσεις, όχι μόνο από τις Σέρρες, αλλά από πολλές πόλεις της Ελλάδας, όπως η Ομάδα Γυναικών Θεσσαλονίκης, το Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας και το Δίκτυο Γυναικών Σερρών.
«Σε αυτή τη δίκη δεν υπήρχε αντίλογος και ήταν καθοριστικό για το αποτέλεσμά της», υποστήριξε σε συνέντευξη της στην εφημερίδα «ΝΕΑ» το μέλος της Ομάδας Γυναικών Θεσσαλονίκης Αφροδίτη Σταμπουλή. «Εμείς είχαμε ευαισθητοποιηθεί αμέσως μετά τη δολοφονία, εξαιτίας του διασυρμού της γυναίκας που ακολούθησε. Ζητούμε τώρα να αποκατασταθεί το προσβεβλημένο όνομά της», συμπλήρωσε.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Στρογγύλης άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το αιτιολογικό, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκρινε σωστά τα πραγματικά περιστατικά και λανθασμένα αναγνώρισε στον κατηγορούμενο ότι το έγκλημα έγινε εν βρασμώ ψυχής, όπως και το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
Το Εφετείο
Στις 23 Μαρτίου 2009 ο καθηγητής Αθανάσιος Δίγκας κάθεται ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος είπε πως προσπαθούσε να σώσει τον γάμο του και ότι ύστερα από λογομαχία έσπρωξε τη γυναίκα του, που έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της στο έδαφος. «Όταν κατάλαβα πως ήταν νεκρή, τύλιξα το πτώμα σε σακούλες και το πέταξα στον Στρυμόνα για να χαθεί. Ήμουν σε κατάσταση σοκ, δεν ήθελα να την ξαναδώ νεκρή» ανέφερε.
Οι τακτικοί δικαστές και οι ένορκοι του ΜΟΕ αποφάσισαν ομόφωνα ότι είναι ένοχος για «ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση» αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του «πρότερου έντιμου βίου». Την ενοχή του με το συγκεκριμένο ελαφρυντικό είχε προτείνει και ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή του.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επέβαλε ποινή κάθειρξης 18 χρόνων στον κατηγορούμενο, ο οποίος οδηγήθηκε στη φυλακή.