Έγκλημα πάθους στο Πήλιο
Το σκουλήκι της ζήλειας είναι ότι χειρότερο μπορεί να κουβαλά ένας άνθρωπος μέσα του. Είναι μία αρρώστια που έχει οδηγήσει ανθρώπους ή στο χώμα, ή στην φυλακή. Αδέρφια, φίλοι, γείτονες έχουν εξοντωθεί μεταξύ τους, εξ αιτίας της ζήλειας που «κατέτρωγε τα σωθικά» κάποιου. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Μακρυράχη Πηλίου ανάμεσα σε δύο γείτονες και χωριανούς, με «πέτρα του σκανδάλου» μία 36χρονη γυναίκα.
Ο 61χρονος Λάμπρος Μ, ήταν ένας άνθρωπος χαμηλού προφίλ, με πολύ μεγάλη καρδιά που χωρούσε μέσα όλους. Πάντοτε βοηθούσε όλους όσους είχαν πρόβλημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ή προσωπική του συμβολή στην προσπάθεια του χωριού να συγκεντρωθούν χρήματα, ώστε ο 50χρονος γείτονας του να υποβληθεί σε επέμβαση καρδιάς. Αυτό τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό σε όλη την τοπική κοινωνία της Μακρυράχης.
Μια μικρή απόσταση χώριζε τους δύο αγρότες – γείτονες, στη Μακρυράχη, από όπου κατάγονται και διαμένουν, όμως η επί χρόνια γνωριμία τους, ούτε η βοήθεια που προσέφερε ο Λάμπρος στον 50χρονο γείτονα του, στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν την τραγωδία που επρόκειτο να εκτυλιχθεί στη Μακρυράχη Πηλίου.
Ο 50χρονος αγρότης γείτονας του Λάμπρου, ας τον ονομάσουμε Γιάννη, ήταν διαζευγμένος, όμως διατηρούσε σχέση με μία 36χρονη γυναίκα, μητέρα 2 ανήλικων παιδιών, για την οποία έτρεφε έντονο πάθος. Η 36χρονη γυναίκα άρχισε να τον αποφεύγει, και στο τέλος του ζήτησε να χωρίσουν, γεγονός το οποίο καταβαράθρωσε τον 50χρονο ψυχολογικά. Ο 50χρονος δεν μπορούσε να χωνέψει τον χωρισμό από τη νεαρή φίλη του και είχε μαραζώσει.
Την ήδη επιβαρυμένη ψυχολογική του κατάσταση, την έκαναν χειρότερη τα πειράγματα των συγχωριανών του στο καφενείο, που του έλεγαν ότι «σου έκλεψαν την φίλη», «σου την πήραν μέσα από τα χέρια σου», «σε παράτησε για έναν μεγαλύτερο» υπονοώντας τον 61χρονο Λάμπρο και διάφορα άλλα, ανάλογα σχόλια που τον έκαναν να ντρέπεται να βγει ακόμη και από το σπίτι, νιώθοντας περίγελος του χωριού.
Η εμένα ή…
Στις 2 Απριλίου 2016 λίγο πριν τις 22.00 το βράδυ ο 50χρονος γείτονας του Λάμπρου, κρατώντας ένα κυνηγετικό όπλο στο χέρι, εισέβαλλε στο θερμοκήπιο του 61χρονου Λάμπρου, το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το σπίτι του. Μέσα στο θερμοκήπιο βρισκόταν ο Λάμπρος και η 36χρονη γυναίκα οι οποίοι έκαναν εργασίες με λουλούδια τα οποία καλλιεργούσε στο θερμοκήπιο.
Ο 50χρονος άρχισε κλαίγοντας να παρακαλεί την 36χρονη να γυρίσει κοντά του, όμως η 36χρονη γυναίκα δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει οτιδήποτε για να αναθερμάνει την σχέση της. Ο άντρας με το κυνηγετικό όπλο στραμμένο προς την γυναίκα μην βλέποντας κάποια ανταπόκριση άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του ,και άρχισε να φωνάζει.
Ούτε οι παρακλήσεις, ούτε οι φωνές, ούτε και το όπλο το οποίο την σημάδευε στάθηκαν ικανά να την πείσουν, ότι η κατάσταση οδηγήθηκε στο σημείο όπου τα πάντα κρέμονταν από μία λεπτή κλωστή που κινδύνευε να σπάσει. Ξαφνικά ο 50χρονος άντρας πάτησε την σκανδάλη του όπλου όπως ήταν στραμμένο εναντίον της γυναίκας και η βολίδα πέτυχε το χέρι της γυναίκας. Παρ ‘όλο που αιμορραγούσε, η 36χρονη συνέχισε να παραμένει ανένδοτη και να μην υποκύψει στις απαιτήσεις του 50χρονου.
Ο 61χρονος Λάμπρος παρενέβη με ήρεμο τρόπο, επιχειρώντας να κατευνάσει τα πνεύματα και να ηρεμήσει τον συγχωριανό του, όμως ξαφνικά ο εξοργισμένος άντρας, έστρεψε το όπλο εναντίον του, και πυροβόλησε δύο φορές. Η μία βολή χτύπησε τον 61χρονο στην κοιλιά, η άλλη στο χέρι του. Παρ ‘όλο που ο Λάμπρος έπεσε αιμόφυρτος στο έδαφος, ο 50χρονος ένοιωσε ότι δεν είχε πάρει την «εκδίκησή» του.
Η ζήλεια είχε θολώσει τόσο το μυαλό του 50χρονου, ώστε κατευθύνθηκε προς τον αιμόφυρτο πεσμένο άντρα, μπροστά στα μάτια της 36χρονης, τον χτυπούσε δυνατά στο κεφάλι με το κοντάκι του κυνηγετικού όπλου, προκαλώντας του σοβαρά τραύματα, μέχρι που έσπασε το κοντάκι του όπλου.
Η 36χρονη, τραυματισμένη, βλέποντας την μανία του πρώην εραστή της, που χτυπούσε τον βαριά τραυματισμένο άντρα, βρήκε την ευκαιρία να βγει από το θερμοκήπιο και κατάφερε να ειδοποιήσει την Αστυνομία με το ΕΚΑΒ. Στην συνέχεια επέστρεψε στο θερμοκήπιο, όπου αντίκρισε τον 61χρονο Λάμπρο μόνο του, πεσμένο σε λίμνη αίματος και προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη μεγάλη αιμορραγία στην κοιλιακή χώρα και στο κεφάλι. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ μετέφερε τον άτυχο άντρα στο νοσοκομείο Βόλου όπου λίγο αργότερα υπέκυψε στο βαρύτατα τραύματα του.
Σύλληψη
Ο δράστης έχοντας ολοκληρώσει την αποτρόπαιη πράξη του εγκατέλειψε την αποθήκη και πήγε στο σπίτι του όπου κατανάλωσε γεωργικό φάρμακο για να αυτοκτονήσει. Εκεί τον εντόπισαν λίγη ώρα αργότερα οι αστυνομικοί της ΟΠΚΕ από το Βόλο, μαζί με αστυνομικούς του ΑΤ Περιφέρειας, που έσπευσαν στο χωριό, συνέλαβαν τον δράστη, και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο.
Ο 50χρονος παρέμεινε για νοσηλεία φρουρούμενος στο Αχιλλοπούλειο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου λόγο της κατάποσης του φυτοφαρμάκου το οποίο προκάλεσε εγκαύματα στον οισοφάγο. Η Εισαγγελία Βόλου άσκησε εναντίον του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, σοβαρή σωματική βλάβη, παράνομη οπλοκατοχή και οπλοχρησία. Λόγο της κατάστασης του, η εισαγγελέας με την Ανακρίτρια μετέβησαν στο Νοσοκομείο Βόλου για την απολογία του κατηγορουμένου. Απολογούμενος στην ανακρίτρια ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον 61χρονο, αλλά να αυτοκτονήσει, όμως θόλωσε λόγο της συμπεριφοράς της 36χρονης γυναίκας.
Η Δίκη
Στις 19 Ιανουαρίου 2017 ο δράστης κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρικάλων αντιμέτωπος με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της βαριάς σωματικής βλάβης, οπλοφορίας και οπλοχρησίας.
Στο δικαστήριο εξετάστηκαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας. Η 37χρονη «πέτρα του σκανδάλου», δύο γείτονες, ο αστυνομικός που πήγε στον τόπο του εγκλήματος και τρεις μάρτυρες υπεράσπισης. Η πρώην σύζυγος του δράστη και τα παιδιά τους.
Οι δύο κάτοικοι του χωριού κατέθεσαν ότι άκουσαν τον πρώτο πυροβολισμό, στη συνέχεια την λεκτική διαμάχη και τους μετέπειτα πυροβολισμούς. Ο αστυνομικός που πήγε στον τόπο του εγκλήματος και περισυνέλλεξε τους δύο κάλυκες, ανέφερε πώς ο 61χρονος ήταν νεκρός και ψυχορραγούσε ενώ η 37χρονη και ο δράστης του εγκλήματος είχαν εξαφανιστεί.
Ως μάρτυρες υπεράσπισης εξετάστηκαν η πρώην σύζυγος και τα παιδιά του 51χρονου. Η πρώην σύζυγος είπε ότι ο καταδικαστείς είχε καλή σχέση με την οικογένειά του και τα παιδιά. Η ίδια αναφέρθηκε και σε ένα σημείωμα που ο δράστης της είχε αφήσει και με το οποίο την ενημέρωνε ότι θα φύγει από τη ζωή τρεις μέρες πριν από το έγκλημα. Για την ύπαρξη του σημειώματος είπε ότι ενημερώθηκε από τον ίδιο τον καταδικασθέντα την ημέρα που πήγε να τον δει στο νοσοκομείο μετά το φόνο. Ο γιος της κατάθεσε ότι ήταν αντίθετος με τη σχέση που είχε ο πατέρας του με την 37χρονη, και ότι επί τρεις μέρες πριν από το φονικό τον έβλεπε συνεχώς στεναχωρημένο.
Η κατάθεση της 37χρονης
Η 37χρονη πρώην φίλη του κατηγορούμενου κατέθεσε ότι η σχέση που είχε μαζί του, ήταν φιλική και όχι ερωτική και μάλιστα την είχε διακόψει από διμήνου πριν τελέσει το έγκλημα. Παράλληλα ανέφερε στην κατάθεση της ότι ο 51χρονος ενημερώθηκε από το χωριό για τη σχέση της με τον 61χρονο, με την μορφή κουτσομπολιού και κακοήθειας και εκνευρίστηκε. Ο ίδιος την πλησίασε να της μιλήσει, όμως εκείνη δεν ήθελε και μετά τους αναζήτησε στην αποθήκη όπου δούλευαν.
Η μάρτυρας, τόνισε στο Μικτό Ορκωτό, ότι ο 51χρονος παραμόνευε να φύγουν οι εργάτες και ζήτησε να τους μιλήσει. Είπε ότι χτύπησε πρώτα τον 61χρονο και έπειτα ακολούθησε συμπλοκή, στην προσπάθεια να του πάρουν το όπλο. Η 37χρονη, όπως κατέθεσε, κινήθηκε να φύγει και τότε ο καταδικασθείς την πυροβόλησε και τη χτύπησε στον ώμο. Παρόλα αυτά, συμπλήρωσε, κατάφερε και ξέφυγε και ενώ ήταν στο δρόμο και καλούσε σε βοήθεια άκουσε νέο πυροβολισμό.
Η απολογία του Κατηγορούμενου
«Θόλωσα. Εγώ δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανένα, μόνο να αυτοκτονήσω». Με αυτά τα λόγια άρχισε την απολογία του ο 51χρονος δράστης του εγκλήματος στη Μακρυράχη, ο οποίος όμως, γρήγορα έπεσε σε αντιφάσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 51χρονος έριξε τις ευθύνες στην 37χρονη, λέγοντας ότι δεν ξεκαθάριζε τη θέση της, όμως όταν ρωτήθηκε από το δικαστήριο γιατί επέμενε να τη δει, ενώ εκείνη δεν σήκωνε το τηλέφωνο και δεν δεχόταν να τον συναντήσει, δεν είχε να δώσει απάντηση.
Κατηγόρησε τους συγχωριανούς του, λέγοντας ότι του ασκούσαν αφόρητη πίεση κοροϊδεύοντάς τον ότι «Έχασε τη γυναίκα του από ένα μεγαλύτερο». Όπως ισχυρίστηκε, ντρεπόταν και δεν μπορούσε να βγει στην πλατεία. Το βράδυ του φονικού είχε σκοπό να αυτοκτονήσει μπροστά στην 37χρονη, ωστόσο χρησιμοποίησε και τους δύο κάλυκες που είχε μαζί. Υποστήριξε, πώς ο θανών του μίλησε υποτιμητικά. Μετά το έγκλημα πήγε σπίτι του και τότε συνειδητοποίησε τι έγινε, γι’ αυτό κατανάλωσε φυτοφάρμακο για να αυτοκτονήσει. Ολοκληρώνοντας την απολογία του ζήτησε συγνώμη από όλες τις οικογένειες τις οποίες έβλαψε.
Η Καταδίκη
Το δικαστήριο δεν δέχτηκε τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι λειτουργούσε εν βρασμώ ψυχικής ορμής, και τον έκρινε ένοχο για όλες τις κατηγορίες χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Ούτε αυτό του πρότερου έντιμου βίου, απορρίπτοντας παράλληλα τα αιτήματα της υπεράσπισης να αναγνωριστεί ότι το στυγερό έγκλημα τελέστηκε εν βρασμώ ψυχής.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρικάλων τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και φυλάκιση τεσσάρων ετών, ενώ επιπλέον επέβαλε στον 51χρονο χρηματική ποινή ύψους 3.000 ευρώ για την παράνομη οπλοκατοχή.
Το Εφετείο
Στις 4 Φεβρουαρίου 2020 θα επαναλήφθηκε η δίκη σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας. Η παραδοχή του εγκλήματος που διέπραξε, σε συνδυασμό με τα αδιάσειστα στοιχεία που παρουσίασε τα οποία φανέρωσαν τους λόγους για τους οποίους ο τυφλωμένος του έρωτας εξελίχθηκε σε μίσος και αιτία για εκδίκηση, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τελική ετυμηγορία.
Σε αυτό έπαιξαν σημαντικό ρόλο, οι υπεκφυγές και οι σαφείς απαντήσεις που δεν έδωσε η «πέτρα» του σκανδάλου, η 40χρονη πλέον γυναίκα. Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του κατηγορούμενου «στον 1ο βαθμό, επέλεξε να παρουσιάσει τα γεγονότα διαστρεβλωμένα, αποκρύπτοντας την αλήθεια. Είχε δώσει αντικρουόμενες καταθέσεις και διαφορετικές εκδοχές της υπόθεσης, κατά την ανάκριση και κατά την εκδίκαση σε 1ο βαθμό. Δεν είχε σεβαστεί τον εαυτό της αλλά ούτε και τις δύο ζωές που κατέστρεψε, αυτή του θύματος και αυτή του κατηγορουμένου.»
Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία καταδίκασε τον κατηγορούμενο άντρα σε συνολική κάθειρξη κατά συγχώνευση 17 ετών και 3 μηνών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, που τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, βαριά σωματική βλάβη, παράνομη οπλοφορία και παράνομη οπλοχρησία. Του αναγνώρισε μόνο το ελαφρυντικό του σύννομου βίου.
«Μετανιώνω. Αισθάνομαι ότι το αίμα αυτού του ανθρώπου με κυνηγά. Ήταν ένας καλός άνθρωπος, που με είχε βοηθήσει» είπε μετά το τέλος της δίκης, ο καταδικασθείς λίγο πριν οδηγηθεί στην φυλακή.
Η μαρτυρία της κόρης
Η κόρη του δράστη, έλυσε την σιωπή της, τρία χρόνια μετά το φοβερό έγκλημα στην εκπομπή “Μαζί σου Σαββατοκύριακο” με την Τατιάνα Στεφανίδου. Δηλώσεις κάνει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος μέσα από τη φυλακή. Όπως λέει «ζήτησα συγγνώμη από την πρώτη στιγμή και δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν. Έχω στείλει γράμμα στη γυναίκα και της εξηγώ ότι δεν είχα πρόθεση να σκοτώσω» λέει μεταξύ άλλων…
Πηγή: Espresso, taxydromos.gr